United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έξαφνα όμως μια φιγούρα φάνηκε στην πόρτα: ψιλή, λεπτή, φορώντας στενά ρούχα γκρενά με μαύρα λουλούδια, είχε ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα στο κεφάλι κι εδώ κι εκεί στο πρόσωπο, στο σώμα, στα πόδια κάτι που έλαμπε: τα μάτια, τα κοσμήματα, τα παπούτσια…

Ένα χέρι όμως άρπαξε από πίσω το καπότο του και σταμάτησε την ομάδα. «Κοιμόσουν κιόλας, Έφις; Κάνε υπομονή. Η Έστερ μου είπε ότι θα φύγεις αύριο το πρωί νωρίς και κατέβηκαΠετάχτηκε επάνω και ανακάθισε στην ψάθα, στα πόδια της, που στεκόταν όρθια, ακίνητη, μεγαλόσωμη με το φως στο χέρι.

Σκυμμένη στα πόδια του ερημίτη, η Ιζόλδη είπε κι' αυτή, θρηνητικά: «Δε θα ζήσω πεια άλλο έτσι. Δεν λέω πώς μετανοώ επειδή αγάπησα τον Τριστάνο και τον αγαπώ, ακόμη και πάντοτε. Αλλά τα σώματά μας τουλάχιστον, από δω και πέρα, θα χωριστούν». Ο ερημίτης έκλαψε κ' εδόξασε το Θεό. «Θεέ! ωραίε παντοδύναμε Βασιλέα!

Τέλος πάντων ευρίσκει μίαν πολλά στενήν, εις την οποίαν εμβαίνοντας ευχαρίστησε τον Ουρανόν διά τούτην την χάριν, και περιπατώντας επλησίασεν έως τα πόδια ενός μεγάλου δένδρου, που ήτον εις το έμβασμα της πεδιάδος, το οποίον εσκέπαζε με τον ίσκιον του μίαν πηγήν από νερόν καθαρόν· είδεν ακόμη ολίγον ξέμακρα από εκεί και άλλα διάφορα δένδρα με διαφόρους μεγαλωτάτους καρπούς, και εκστατικός διά τούτην την ξάνοιξιν, έτρεξε διά να δώση την είδησιν του πατρός του και της μητρός του, που εχάρησαν μεγάλως που ο ουρανός άρχιζε να λαμβάνη ευσπλαγχνίαν διά τες δυστυχίες τους.

Σε κάθε του στοιχείου ανακλάδισμα εμαζευόμουν ελάχιστος, στρείδι εκολλούσα στα πλευρά του μάρμαρου. Δεν είχα μόνον σύντροφο τη δύναμι αλλά και τη γνώσι ακέρια. Πόδια, χέρια, μάτια όλα εδούλευαν σύγκαιρα.

Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε «Γιε του Μενοίτη θεϊκέ, μυριάκριβό μου αδρέφι, τώρα θαρρώ πια οι Δαναοί στα πόδια θα μου πέσουν με περικάλια, τι ψαχνό πια αγγίζει το μαχαίρι. 610 Μον σύρε εκεί το Νέστορα κι' αρώτα, Πάτροκλέ μου, πιόν τάχα αφτόν απ' τη σφαγή να φέρνει λαβωμένο; Πίσωθε αν κρίνεις, σ' όλα του με το Μαχά λέω μιάζει, το θρέμμα τ' Ασκληπιού, μα ομπρός την όψη του δεν είδα, τι ίσα τραβώντας τ' άλογα με πέρασαν τρεχάτα615

Ο πληγωμένος αητός δεν θα ξαναπετάξηΈνα συνεχές ούρλισμα είν' η ζωή μου Και όλα των νυκτών μου τα όνειρα Πηγαίνουν εκεί, προς την βαθειά λάμψι των ματιών σου, Εκεί που τα πόδια σου αντανακλώνται, Μέσα σ' ένα αιθέριο χορό Σ' ένα Ιταλικό ποτάμι. Ωιμέ!

Ο βαστάζος έκανε όπως τον διέταξε, αλλά όπως οδηγούσε το σκυλί προς την Ζωηδία αυτό έβγαλε διαπεραστικά ουρλιάσματα και την κοίταζε ικετευτικά. Όμως η Ζωηδία δεν του έδωσε καμία σημασία και μαστίγωσε το σκυλί, μέχρι που έμεινε ξέπνοη. Μετά πήρε την αλυσίδα από τον βαστάζο και σηκώνοντας το σκυλί στα πίσω του πόδια κοιτάχτηκαν στα μάτια με λύπη, ενώ δάκρυα άρχισαν να πέφτουν και από τους δυο.

Η στεριά ψηλώνει ακόμη πέτρα μονοκόματη, τραχύτατη και άγρια σαν οστρακοντυμένος κολοσσός αντίκρυ του. Ούτε σχισμάδα δείχνει ούτε λάκκωμα στις πλαγιές. Και το νερό ακούραστο αφροκοπανίζει τα πόδια της, πλένει τα και λευκαίνει πέρα ως πέρα, δούλος ταπεινός και μαζί εχθρός της θανάσιμος. Και το «Μπιούτη» ακράτητο φεύγει εμπρός, σαν να το καλή ποθητό φάντασμα.

Τότε ανάμεσα σ’ αυτή, στις Πιντόρ, στο κορίτσι και στις γυναίκες μέσα άρχισε η συνηθισμένη κουβέντα: όπως στο χωριό όλο το χρόνο μιλούσαν για το πανηγύρι, τώρα που βρίσκονταν στο πανηγύρι μιλούσαν για το χωριό. «Δεν καταλαβαίνω πώς αφήσατε μόνο το σπίτι κυρά Καλί, πώς το αφήσατε μόνο;», είπε ένα ψηλό κορίτσι που κουβαλούσε κάτω από την ποδιά ένα δοχείο με πηγμένο γάλα, δώρο του παπά στις κυρίες Πιντόρ. «Νατόλια, καρδούλα μου!