Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Ο μικρός ο ταξειδιότης, Οχ το βράσιμο της νιότης, Με γοργά πατήματά του Απηδάει οχ τη χαρά του. Και η γριά, οπού πηγαίνει Όχι καλοκαρδισμένη, Φρονιμώτερα πατάει, Και στο δρόμο τ' οδηγάει· Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, Ή νερού καθόλου ίκμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Ολη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ.

Τρυφερά τον υποδέχοντο, κι' αν είχε πληγωθή πουθενά τον εγιάτρευαν: γιατί ήξεραν τα βάλσαμα και τα γιάτρια που ανασταίνουν πληγωμένους ομοίους με νεκρούς.

Και αν αυτό είναι έτσι, αν δηλαδή, οι ζωντανοί γίνωνται πάλιν από τους αποθαμμένους, θα παραδεχθώμεν άλλο τι παρά ότι αι ψυχαί μας υπάρχουν εκεί; Διότι δεν θα ήρχοντο βεβαίως πάλιν εδώ, εάν δεν υπήρχον, και τούτο θα ήτο αρκετή απόδειξις του ότι αυτά είναι αληθινά, εάν εγίνετο πραγματικώς φανερόν ότι οι ζωντανοί από πουθενά αλλού δεν γίνονται παρά από τους αποθαμμένους.

Αλλά το παιδίον είχε γείνει άφαντον, όπισθεν της γωνίας του τοίχου, και μόνον τα βήματά του ηκούοντο δρομαία επί του λιθοστρώτου. — Ο μούτσος του διαβόλ' ο γυιος θα τώστρωσε πουθενά στο μεθύσι, άρχισε να μονολογή ο καπετάν Κυριάκος, κι' άφησε την βάρκα στην τύχη της.

Να σας πω την αλήθεια, είναι καιρός τώρα που προσμένω να μας βγη κανένας ποιητής, που να μελετήση κατάκαρδα τα μεσαιωνικά μας αφτά ποιήματα· νομίζω μάλιστα πως μπορούμε, και κάποτες έχουμε χρέος, όταν το φέρη η σειρά του λόγου, να παίρνουμε καμιά λέξη αρχαία, εννοώ της κλασσικής εποχής, να την κεντήσουμε πουθενά με τις άλλες, φτάνει να είναι κι ο τύπος της δημοτικός σαν τους άλλους.

Αφού επί πολύ εθεώρησε χαιρεκάκως την τρέμουσαν Αϊμάν, ήρχισε να τη λέγη: «Εδώ είσαι, Γυφτοπούλεζα; Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; Καλά είσαι εδώ, καλά σ' έχω. Κοιμάσαι; Κοιμήσου, που να μη ξυπνήσης!» Η Αϊμά εν τούτοις εξύπνησε τεταραγμένη, και όλη ασπαίρουσα.

Έτσι νεράιδα εγίνηκε του Ήλιου η αγάπη, Ο Ήλιος είχε και ταχυά κάποια κρυφήν ελπίδα, Κ' έρχεται, τρέχει 'ςτά βουνά, ψηλά του Απάνου-Κόσμου, Για ναύρη την αγάπη του να της μιλήση πάλι. Κι' όλον τον Κόσμο σαν γυρνά και σαν διαβαίνει ολούθε, Και δεν την βρίσκει πουθενά, ούτε σιμά 'ςτήν βρύση, Καρδοκαμένος ροβολά 'ςτό έρμο του βασίλειο· Κ' η λύπη του σαν σύγνεφο περνά 'ςτό μέτωπό του...

Γιατί ο Μιχαήλος, σαν ήλθε στον εαυτό του, έπεσε κατόπι στον Κιαμήλη, μήπως και τον φθάση, μα δεν ημπόρεσε. Και ήλθε πίσου να μας ειπή τι συνέβη, κ' εβγήκε πάλε, μήπως και τον εύρη πουθενά κοντά στην θάλασσα... Θεός να φυλάγη το παιδί μου από την θάλασσα! Και αναστέναξεν η γραία και έδωκεν ελευθερίαν εις τους χειμάρρους των δακρύων της!

Θα σφαλήξω τα μάτια, να βλέπω μόνο τη Λέλα και να την ακούω. «Δεν έχω φίλο πουθενάΝαι! Αφτό μπορεί κανείς να το πιστέψη. Θα πη πως δεν αγαπούσε ή πως δεν αγάπησε κανέναν εκεί κάτω στον τόπο της.

Θελα 'ειπής, μου λες, ακόμα; Αμ σε πιάνωΚι' όλο τρίμματα σε κάνω, Α σ χ η μ ά δ α Φεύγα να μη σε ιδώ· φεύγα απομπρός μου. Ω μούτρο φοβερό, σκιάχτρο του κόσμου, Πια μάνα ήταν αυτή, και πιος πατέρας, Που σ' έκαμαν να βγης σε φως ημέρας. Τόσο πολύ κακό τόσο ψηγάδι, Να βρίσκεται ποτέ σ' όλον τον άδη! Να ίδε, ή θα ιδή τέρας κανένα Ο ήλιος πουθενά, ωσάν κι' εσένα!

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν