Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Παντού τον εύρισκέ τις, όπου και αν έτεινε το ους· άνω και κάτω, εις τα χωρία πέραν, εις του βουνού τας κλιτύας, υπό τας ηλιακάς ακτίνας και εις τον ψίθυρον των φύλλων. Τον ήκουε παντού και πουθενά ωρισμένως, ωσεί η φύσις, ολόκληρος έψαλλε πέριξ.

Ο ήλιος εβασίλεψε· σκοτείδιασε, νυχτώνει. Το κέντημά της τώμορφο απαρατάει η κόρη, Και κατεβαίνει στο γιαλό κι' ακαρτεράειτην άκρη. Μαυρολογάνε τα βουνά, και σύγνεφα μεγάλα Σκεπάζουνε 'ςτόν ουρανό ταστέρια πέρα πέρα, Φυσομανάει το πέλαγο, τα κύματα βογγούνε, Κι' όταν τα νέφια αστράφτουνε, δείχνουν κορφαίς αφράταις Και δεν γροικιέται πουθενά ταγαπημένου η βάρκα.

Αγαπώμεν όμως δε γράφουμε, γιατί αφτό δε λέγεται πουθενά, γιατί αφτό πουθενά δεν είναι γλώσσα, γιατί, όπως κι ο Ίπσεν, όπως κ' οι τραγικοί, όπως κι άλλοι σ' άλλους τόπους, θα μιμηθούμε τη ζωή, όχι το θάνατο, σαν την καθαρέβουσα. Κ' έτσι γίνεται θρούβαλα το υστερνό επιχείρημα του δασκαλισμού. Κ' έτσι έχουμε το δικαίωμα, τη ζωή να μιμηθούμε, γράφοντας τεχνητή, μα ζωντανή γλώσσα.

Έπειτα φτάνει γλήγορα στ' αρχοντικό του σπίτι, 370 μα μέσα δεν την πέτυχε την όμορφη Αντρομάχη, μόνε στον πύργο είχε ανεβεί με την αφράτη βάγια και το παιδί, κι' έκλαιγε εκεί με πόνο και βογγούσε. Και σα δε βρήκε πουθενά το λατρεφτό του τέρι, πάει στην μπασά και στέκεται, και κράζει στις γυναίκες 375 «Για ακούστε, σκλάβες, μια στιγμή και πέστε την αλήθια.

Και συ μεν θα καυχάσαι ότι έχεις τάφον εις την Αλικαρνασσόν, τον οποίον σου κατεσκεύασεν η σύζυγος και αδελφή Αρτεμισία, ο δε Διογένης, και αν έχη πουθενά τάφον του σώματός του, δεν τον γνωρίζει• διότι ουδ' εσκέφθη ποτέ περί τούτου• αλλά ζήσας βίον ανδρός, αφήκεν εις τους αρίστους των ανθρώπων ανάμνησιν ήτις αποτελεί μνημείον πολύ υψηλότερον και εδραιότερον από τον τάφον σου, δουλοπρεπέστατε Καρ.

Εκύτταξε γύρω τουσιωπή μεγάλη και μόνο ο άνεμος εφυσούσε με μανία και το παλαιό σκοινί του μικρού καμπαναριού της εκκλησιάς εσφύριζε λυπητερά· φως πουθενά κανένα και μόνο μυριάδες άστρα, διαμαντόπετρες υπέρλαμπρες, ετρεμόσβυναν στο στερέωμα.

Και περιμένοντας στην αυλή, ψιλοτραγουδούσε κ' έβλεπε κατά το μαγεμένο καφάσι. Δεν άργησε να ξαναπροβάλη ο λαμπερός ο ήλιος από τη μεγαλούτσικη χαραμάδα. Ρίχτει μερικές ματιές γύρω του ο Ηλίας. Ένας και μοναχός ζαπτιές στην αυλή, κι αυτός ροχάλιζε στην πεζούλα. Ψυχή αλλού πουθενά. Δεν είχε ώρα να χάνη. Έπρεπε να της το πη πως τον έχασε το νου του μαζί της, πως έτοιμος είναι και τη ζωή του να δώση.

Τοσο που παντού διωγμένοι Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διό αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε, Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· Μια φορά καν ας χαθούμε.

Συλλογισμένος, παραπατών, εβάδιζε μόνος του ο καπετάν-Μοναχάκης, βραδέως αναπνέων, ως να έπασχεν εξ άσθματος προς την Κρασόσκαλα. — Φεύγω για την Πατρίδα. Κανένα γράμμα! — Έλα εις το Μεγάλο Αϊναλή να μ' εύρης το μεσημέρι. Είπε μισοσαστισμένος. Ο καπετάν-Καλόγεροςας είνε καλά ο άνθρωποςεπήγεν. Αλλά πουθενά ο καπετάν-Μοναχάκης.

Δεν θα είχε τόσην κακίαν ούτε τόσον θάρρος, ώστε να την προδώση. Άλλως, αυτή ως κυρίαν πρόφασιν διά να εισέλθη θα προέταττεν ότι ήλθε να ζητήση το λησμονημένον καλάθι της. Εκρύωνε πολύ από τον αέρα του βουνού, και είχεν ανάγκην να στεγασθή πουθενά, προς ώραν. Δεν εδίστασε πλέον.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν