United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσέτρεξεν ευθύς εις πολλούς εμπειρικούς ιατρούς, άνδρας και γυναίκας, αλλ' ούτε αι πεντάλφαι τας οποίας δι' άνθρακος εχάρασσεν επί των παρειών του πανούργος Χριστιανή, ψιθυρίζουσα αντί εξωρκισμών βλασφημίας κατά της Πίστεώς του, ούτε τα παντοειδή βότανα του Δερβίση ηδυνήθησαν να τον ιατρεύσουν.

Αυτά 'πε κείνος και άπτεροςαυτήν ειπώθη ο λόγος· κ' έκλεισε τα θυρόφυλλα των υψηλών μεγάρων. κ' εξ' ο Φιλοίτιος πήδησεν ήσυχ' από τα δώμα, και της καλόφρακτης αυλής έκλεισ' ευθύς την θύρα. ήταντην αίθουσα σχοινί βύβλινο από καράβι, 390 το πήρεν, έδεσε μ' αυτό την θύρα κ' επανήλθε, και οπ' ήταν πρώτα εκάθισε, και προς τον Οδυσσέα τους οφθαλμούς προσήλωσε· και αυτός ήδη το τόξο γυρίζ' ολούθ' ολόγυρα, να ιδή μήπως σαράκι, ο κύριος ενώ 'λειπε, το κέρατ' είχε φθείρει· 395 και κάποιος τότε ωμίλησε κυττώντας τον πλησίον· «Του τόξου αυτός θεωρητής κάπως πανούργος είναι· ή τόξ' έχειτο σπίτι του παρόμοια φυλαγμένα ή όμοια θα ποιήση αυτός, τόσο πολύτα χέρια το στρέφει ο πολυπλάνητος κακούργος ψωμοζήτης». 400

Ήτο υποκριτής άνθρωπος, Διογένη, και πανούργος• και τούτο εκέρδισα από την σοφίαν του, ότι λυπούμαι, ως διά την απώλειαν μεγίστων ευτυχημάτων, δι' εκείνα τα οποία, ανέφερες προ ολίγου. ΔΙΟΓ. Ξέρεις τι πρέπει να κάμης; Θα σου συμβουλεύσω ένα φάρμακον κατά της λύπης.

Αυτά 'πε• χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, με το χέρι τον χάιδευσε, καιτην μορφήν εφάνη γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα, κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 290 «Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση, 'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος• σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους, ουδέτην γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης, και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν• 295 αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν• σοφ' είμασθε και οι δύο• συ πρώτος είσαι των θνητώντην σκέψι καιτους λόγους, και πάλι εγώ μες τους θεούςτον νου καιτην σοφία φημίζομαι• δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη 300 σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω, κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι• και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα, να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει, οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρηςτην πατρίδα, 305 και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα, να σου προειπώ• κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα• μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα, ότι απ' τα ξένα εγύρισες• και απ' τους αυθάδεις άνδραις όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». 310

Αυτός ο πονηρός και πανούργος γνωρίζοντας τον Μπρακμάνον που όντας γηραλέος δεν ήτον ο επιτήδειος να ευχαριστά τελείως την αγαπητικήν του, και να την κάνη να του είνε πιστή, με το να ήτον τόσον ωραία και έξυπνη, ηθέλησε και απεφάσισε, που να μην κυττάξη κόπον και κίνδυνον διά να τη ξεσκεπάση με κανέναν κρυφόν αγαπητικόν, που αυτός υπώπτευε.

Θα γελάσης τους δικαστάς και θα διαφύγης• διότι ως ηκούσαμεν είσαι ρήτωρ και δικηγόρος, πολύ πανούργος εις τους λόγους. Ποίον δικαστήν να βάλωμεν να σε δικάση, τον οποίον να μη δωροδοκήσης, κατά την συνήθειάν σας, και να τον πείσης να ψηφίση υπέρ σου παρά την συνείδησίν του;

ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εννοείς τον Οδυσσέα• αλλ' αυτός δεν θα θελήση βέβαια να βλάψη ούτε σε ούτ' εμέ. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Είναι πολύ πανούργος, ως γνωρίζεις, και πάντοτε συντάσσεται μετά του πλήθους. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τωόντι. Έχει και το μέγα κακόν να ήναι λίαν φιλόδοξος.

Εν τούτοις ο Τρέκλας, βλέπων το ανωφελές της καταδιώξεως, μετέβαλε τακτικήν, και επανελθών εις τον μύλον εκάθισε και ήρχισε να πλέκη το καλάθιον. Ο Χόμο, μη ων πανούργος, ενόμισεν ότι ο θυμός του παρήλθε, και επέστρεψε προς αυτόν σείων την ουράν. Αλλά τότε ο Τρέκλας αρπάζει αιφνιδίως τον Χόμο από του λαιμού και τον έτυπτεν ασπλάγχνως. Και όμως ο κύων δεν εμνησικάκει.

Ο Βινίκιος υπέδειξεν ακριβώς εις την Λίγειαν την κατοικίαν του Χίλωνος, και αφού εχάραξεν ολίγας λέξεις επί της πινακίδος, είπε στραφείς προς τον Κρίσπον: — Σας δίδω την πινακίδα ταύτην, επειδή ο Χίλων εκείνος είνε άνθρωπος πανούργος και δύσπιστος. — Αρκεί να τον εύρω, θα τον οδηγήσω εκόντα άκοντα, απεκρίθη ο Ούρσος. — Και λαβών τον μανδύαν του, εξήλθε δρομαίως.

ΑΛΗΘ. Ακολουθείτε όλοι, αφού θεωρείσθε τόσον αναγκαίοι, διά την δίκην. ΦΙΛΟΣ. Φοβείσθε λοιπόν ακόμη, συ Πλάτων και Χρύσιππε και Αριστοτέλη, μήπως ο δικαστής μεροληπτήση υπέρ αυτού, αφού δικαστής είνε η Αλήθεια; ΠΛΑΤ. Δεν λέγομεν αυτό, αλλ' είνε πανούργος και κολακευτικός και είνε φόβος μήπως την παραπείση.