United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς, όπως και τώπαμε, λέγαμε τώνομά του· μα εκείνη δε μας τώλεγε, τ' ήμουν εγώ κοντά της. Φαντάζεσαι τη θέση μου και τ' είχα μέσ' στο νου μου; — Δε θα μας 'πής, τι σώπασες; μαν είδες κάνα λύκο; της είπε κάποιος παίζοντας. — Το βρήκες, τούπ' εκείνη· κι άναψε κ' εκοκκίνισε τόσο, που απ' τη θωριά της λύχνο μπορούσες ν' άναβες.

Ο κόσμος είνε καθρέφτης που σκύβεις και βλέπεις μέσα το νου σου προτού ν' ανοίξης το στόμα σου και να μιλήσης. Ξεχνάς καμιά φορά το σκοπό σου; Βγαίνεις και τονέ ρωτάς τον κόσμο, τι έχεις να πης ή να κάμης. Σε παίρνει τότες από το χέρι και σε σέρνει σε μύριους γκρεμνούς ο καλόβουλος αυτός κόσμος, που σ' αγαπάει κι όλο για το καλό σου χολοσκάνει και νοιάζεται.

Κύτταξε τον λύκο του τουφεκιού μου σηκωμένο! Αν με το πης, σε χαρίζω ό τι μου έκλεψες. Αν το κρύψης, χάνεις την ζωή σου! — Έτσι του είπα, και καλά έκαμα. Γιατί ο μυλωνάς ήταν δειλός κλεφταποδόχος, και σαν είδε τα στενά: — Υποσχέσου, μοι είπε, πως δεν θα κάμης το φονικό μέσα στον μύλο μου και σου δείχνω τον άνθρωπό σου. Υποσχέθηκα. — Κρύψου, λοιπόν, μοι είπεν, εδώ από πίσου.

Κύτταξε καλά, Θανάση, έγρυξεν ο αρχηγός εν μέσω της ερημίας αποτεινόμενος προς τον νεώτερον των συντρόφων. Μη μου πης ότι φοβήθηκες της Νεράιδες. Ντροπή! Σ' το Καραντελή θάμαξα την παλληκαριά σου. Και γι' αυτό δεν θα σ' αφήσω πλειο από κοντά μου. Βλέπω και κοντοστέκεσαι. — Καπετάνιο, ξέρεις το ελάττωμά μου, απήντησε μετά δειλίας ο Θανάσης.

Μα είχανε κ' έναν προστάτη, θα πης. Σα δεν έχη έναν προστάτη στον κόσμο η γυναίκα, το αδύνατο το μέρος, βλέπεικαλή ώρα! — τα καλά που είδε κ' η Ταρσίτσα! Τα χείλια της στάζανε φαρμάκι Είχε γίνει χλωμή σα θειαφοκέρι απ' το κακό της. Ο παπάς άρχισε να τη βαρυέται και χασμουρήθηκε δυνατά, κάνοντας το σημείο του Σταυρού με το ένα δάχτυλο μπροστά στα δύο τρία δόντια που τούχανε απομείνει.

Θες να πης πως τώρα δεν αγαπούνε; ρώτησα 'γω. — Δε βαριέσαι! είπεν ο Βασίλης.

Αφού δε του απήντησα εις όλα ταύτα, μου είπε• Δεν μου λες, Μένιππε, και περί εμού τι ιδέαν έχουν οι άνθρωποι; Ποίαν άλλην, δέσποτα, απήντησα, παρά ότι είσαι ο βασιλεύς όλων των θεών και τρέφουν διά σε τον μεγαλείτερον σεβασμόν; Μη αστειεύεσαι, μου είπε, διότι γνωρίζω καλά και χωρίς να μου το πης πόσον αρέσκονται εις τας μεταβολάς.

Πας, πουλάκι μ', ν' πης τ' παπά σ', να πάρη το πετραχήλι του, νάρθη εδώ;... Να πάρη, πες, και το ευχολόγιο μαζύ του... ξορκισμούς πρέπει να διαβάση. Η μικρή δεν επερίμενε να επικυρώση την διαταγήν η διδασκάλισσα. Πάραυτα έτρεξε προς την θύραν. Η Ευανθία, ως ναρκωμένη, δεν είπε τίποτε. Μόνον όταν η παιδίσκη εξήλθεν, εστράφη προς την γερόντισσαν και της είπε·

Της έδιδε συμβουλάς, εκ των οποίων θα ηδύνατο να ωφεληθή, εάν επέζη εκείνη. «Ζήσης, χρονίσης, θυγατέρα, της έλεγε, ποτέ σου να μη ζηλέψης το ξένο στολίδι, να μην πης κακό για την γειτόνισσα, να μην κυττάζης τι κάνει η πλαγινή σου, να μη βάλης μαναφούκια, να μη ξευχηθής, να μη βλαστημήσης». Και άλλα ακόμη της έλεγε.

Εκείνα πούχαν μια φορά, Βριόνη, οι γέροντές σου. Ένα δικέφαλο αητό με τα φτερ' απλωμένα Κ' επανωθέ του το Σταυρό... — Θανάση... ναι ή όχι; — Όχι... δε δίνω σ' άπιστον ούτε μια φούχτα χώμα Από τη γη μου τη γλυκειά, ούτ' από τα νερά μου Δε δίνω μια σταλαματιά. — Το κρίμα στο λαιμό σου... Οσμάν!... πώς ήρθες;... τι θα πης;