Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λείπει θα πης το σιντριβάνι, δε σε λιγοθυμούν εδώ τα μοσκοβότανα του Εφέντη, μα βασιλεύει χάρη, που τάλλο δεν την είχε το περιβόλι. Ίσως επειδή εκεί έπεφτε η αντηλιά του μεσημεριού, κ' εδώ σκορπιέται η δροσιά της βραδιάς. Ίσως επειδή εκεί μουρμούριζαν περιστέρια, κ' εδώ παίζουν οι λωλές αυτές πέρδικες· εκεί πάτημα γάτας δεν άκουγες, και δω όλο τρέξιμο και φωνές.

Θα μου πης πώς κατόπι, σαν πήγε να μας πνίξ' η πλημμύρα, βρεθήκανε Φράγκοι που έδωσαν όχι βοήθεια, μόνο τη ζωή τους για το έθνος που πρωτόφερε στη γης τον ανθρωπισμό. Αυτοί τον είχανε στ' αλήθεια τον ανθρωπισμό.

Ωρκίστικα ότι, άμα το ξαναϊδώ, έστω κι' αν πρόκειται να χαθώ, θα κάνω ό,τι μου πης, είτε γνωστικό είτε τρέλλα είναι. Φρονιμάδα ή τρέλλα, — να με! Πάρε με, ΤριστάνεΈπεσε λιποθυμισμένη στο στήθος του φίλου της. Όταν συνήλθε, ο Τριστάνος την κρατούσε αγκαλιασμένη και φιλούσε τα μάτια της και το πρόσωπό της. Κρύφτηκαν πίσω από το παραπέτασμα. Κρατεί την Βασίλισσα στα χέρια του.

Και να της πης της φιλενάδας σου της Κουταλιανής να πάη να τα λέη αυτά στη Βρύση, εκεί που το θολώνουν το τρεχάμενο το νερό οι γλωσσούδες οι πλύστρες με τα βρώμικα λόγια τους. Αυτό το σπίτι χτίστηκε σε θεμέλ' αρχοντάδικα, κι αρχοντάδικη στέγη του πρέπει. Δέσπω. Παιδί μου, σε τιμώ και σε σέβουμαι για την ξακουσμένη τη φρονιμάδα σου.

Και εγώ έχω τη δική μου· τι πειράζει; θα φροντίσουμε και κατόπι. Ο Αντωνέλλος εκίνησε την κεφαλήν, χωρίς ν' απαντήση. — Άκουσε, Αντωνέλλο, είπεν ο Καραγιάννης αν η Μπέλλα πανδρευότανε, δε θ' αρχότανε και η δική σου αράδα; Ο Αντωνέλλος ήκουε τώρα τους παλμούς της καρδίας του: τόσον ήσαν σφοδροί! — Τι θες να πης; ηρώτησε σιγανά.

Και καθώς κάθιζε, μέσα στη μελωδία εκείνη που τον πλημμύριζε πέταξε η χαρούμενή του ψυχή στην αιώνια την ξενιτειά. — Τώρα να μας πης, Καπετάν Σταμάτη, ένα πράμα που συχνά, θαρρώ, το δηγήθηκες, μα από το στόμα σου ποτές μου δεν τάκουσα. Γιατί σε λεν Πολίτη; — Ύστερ' απ' αυτό το καλό κρασί δεν χαλνώ την καρδιά σου, κάνει ο Καπετάνιος.

Εκεί που σήκωσαν όλοι τα ποτήρια να τσιγκρίσουνε, δίνει μια της κούπας του Μίμη τανάστροφα και του την πετάει απ’ το χέρι. . Ως που να πης «Αχ»! αρπάχτηκαν κιόλας!

Θέλεις να πης... — Τι; — Ότι την έχετε ψυχοκόρην. — Ψυχοκόρην; — Ναι. — Ποίαν; — Την Αϊμάν. — Θεός φυλάξοι! — Διατί; — Διότι είνε κόρη μας. — Κόρη σας; — Εγκαρδιακή. — Με τα σωστά σου; — Παίρνω όρκον. — Όρκον; — Βέβαια. — Εις τι πράγμα; — Εις ό,τι θέλεις.

Συ θα πης: τούτο είναι υπερβολικόν· ο κανών περιορίζει μόνον και αποκόπτει τας παραφυάδας κτλ. — Καλέ φίλε, να σου κάμω μίαν παραβολήν: Συμβαίνει το αυτό όπως και με τον έρωτα.

Αργότερα, ειμπορώ να τους κάμω φίλους. — Το έχεις σκοπόν; είπε μετά θαυμασμού ο Θευδάς. — Βέβαια, αν τύχη. Ο Θευδάς εσιώπησε. Παρήλθαν στιγμαί τινες, και ο Τρέκλας ηναγκάσθη να τω είπη· — Ε, δεν πας τώρα; — Πού; — Εις τον κύριόν σου. — Να κάμω τι; — Να του πης ότι τον ζητούν. — Εγώ; — Ποίος άλλος; — Δεν πάγω, είπεν ο Θευδάς μεταμεληθείς. — Είσαι ψεύτης λοιπόν, τω είπεν ο Τρέκλας.