Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Διότι αυτοί δεν έχουν πείραν της στερήσεως, και διότι όλοι οι άνθρωποι αγαπούν περισσότερον τα έργα των χειρών των, καθώς οι γονείς και οι ποιηταί. Δεν είναι δε εύκολον να πλουτίση ο ελευθέριος, διότι ούτε λαμβάνει ευκόλως ούτε διατηρεί, αλλά τα πετά και δεν εκτιμά τα χρήματα ως χρήματα αλλά χάριν δωρεών. Διά τούτο υβρίζεται η τύχη συχνά, διότι οι περισσότερον άξιοι διόλου δεν πλουτίζουν.
Εφώναξε και πάλιν, αλλά απόκρισιν δεν έλαβε, και επί τέλους τον επήρεν ο θυμός, και πετά το ποτήρι εις την κεφαλήν της γραίας, η οποία έπεσεν αμέσως ανάσκελα, μουσκεμένην από το νερόν. — Μωρέ! εφώναξεν ο μικρός Κλώσος από την θύραν του ξενοδοχείου. Μου εσκότωσες την νόναν μου. Και αρπάζει τον ξενοδόχον απο τον λαιμόν. — Ιδέ, της ετρύπησες το μέτωπον.
Το δάχτυλό του βάφει 'Σ το αίμα πάφριζε 'ς τη γη, σταυρόνει το κουφάρι Και χάνεται 'ς τη λαγκαδιά... Καπνός ο πεζοδρόμος. Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι Πενήντα Λιάπιδες, τον κυνηγούν. Ο ίσκιος έφευγε, πετά, διαβαίνει... Η νύχτα επλάκονε, λυσσομανούν. 'Σ τη ράχη εμαύρισε σα συγνεφάκι... Αδειάζουν τάρματα... στέκουν να ιδούν Βροχή τα βόλια τους μες 'ς το δισάκκι Τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν.
Και προσέθηκεν, από μέρους του ο καμαρώτος, ότι η θάλασσα έγεινε ξείδι και πετά σπίθαις, θαρρείς, απόξω από της Τρεις Μπούκαις, οπού ήσαν αραγμένοι, από τον θυμόν της, και δεν θα κάμουν πανιά ούτε με μια 'βδομάδα.
Πάντοτε όμως εφρόντιζε να κάμνη το καλόν διά τούτο και την ωνόμαζον όλοι &Καλήν μάγισσαν&. Από την χαμηλήν καλύβαν της, την καπνισμένην, εγλύκαινε της γεροντοκόρης τον ύπνον, του ορφανού την ζωήν, του ψυχορραγούντος τας τελευταίας στιγμάς· ενεθάρρυνε τον καταπονεμένον από τας καταδρομάς της τύχης, τον απηλπισμένον ένεκεν ατυχούς έρωτος· αντήμειβε την τιμήν και την ειλικρίνειαν, κάμνουσα να την αναγνωρίζουν όλοι· επροστάτευε τον πτωχόν γεωργόν και τον κατάχρεων ποιμένα· εχειραγώγει κ' επανέφερεν εις τους κόλπους των οικογενειών των τους ανδρειωμένους, όσοι επλανώντο αναζητούντες το Αθάνατο νερό, ή τον Μαγεμένον Καθρέπτην, τον οποίον φυλάσσουν αγρυπνούντες κάτωθεν χρυσομηλιάς σαράντα δράκοντες, ή την Μαγεμένην Κασέλα, ήτις πετά εις τα ύψη 'σάν πουλάκι· συνεβούλευε την λύσιν διαφόρων αινιγμάτων εις τα βασιλόπουλα, όσα είτε από κακήν των τύχην είτε από μονομανίαν επροτίμων ή να χάσουν την ζωήν των ή να πάρουν γυναίκα την ωραίαν και πλουσίαν αινιγματοθέτιδα· έδιδε κατά την ημέραν του Άι-Γιανιού του Ριζακάρη καλόν ριζικόν εις της λυγερές, έκαμνε ν' ανθίζη πάλιν υπό το προσκέφαλόν των η ψημένη αγριαγκινάρα κ' έστελλεν όνειρα σύμφωνα με τους πόθους των, όταν έτρωγον την αρμυροκουλούραν.
Και όμως αυτή τη στιγμή, που είμαι μελαγχολική, ο νους μου πετά σ' εσένα και θέλω να σου πω τόσα-τόσα πολλά.....Θα σου γράψω αργότερα ένα εκτεταμένο γράμμα. Πες μου όμως πρώτα πως δεν θα ζηλέψης αν σου ξεμολογηθώ πως. . . . ΝΙΚΟΣ — Δώρα . . . Αχ! Θεέ μου. Πώς ήρθατε εδώ κύριε Νίκο. Αν μας εύρουν μονάχους! Πώς τρέμω. Μη φοβάσαι, Δώρα. Δεν είναι κανένας να μας ιδή. Όλοι είναι κάτω στο καφενείο.
Ενώ δε εις το τέλος του βιβλίου — ως μου παρήγγειλε να σου είπω — την παριστάς μετριόφρονα και χωρίς αλαζονείαν και λέγεις ότι δεν επαίρεται υπέρ την ανθρωπίνην κατάστασιν, αλλά πετά πλησίον εις την γην, εις την αρχήν συ ο ίδιος την ανυψώνεις υπέρ τον ουρανόν, ώστε και προς θεάς την εξομοιώνεις.
Κάμε το σταυρό σου, και πέτα το στον γκρεμνό! Γλήγορα, γιατί πλάκωσαν! Να, γύρισε να τους δης εκεί κάτω. Σφίξε τα δόντια σου, και στον γκρεμνό. Πέτα το, σου λέω, πέτα το, στον γκρεμνό, στον γκρεμνό, γλήγορα κ' έρχουνται, να τους! Αυτή, που ως τώρα μισογόγγυζε καθώς έτρεχε, άξαφνα βγάζει μια φωνή που αντιλάλησε το βουνό. Δε βάσταξε πολύ η φωνή. Γυρίζω να δω, κι άλλο δε βλέπω παρά τον γκρεμνό!
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Λοιπόν εκείν' είναι καλά, κ' είναι καλά τα πάντα· ‘ς τον τάφον των προγόνων της το σώμα της κοιμάται, κ' η άυλή της η ψυχή πετά με τους αγγέλους. Εξαπλωμένην νεκρικά την είδα εις το μνήμα, κ' ήλθα εδώ να σου το 'πώ. Συγχώρησε, αυθέντα, αν φέρνω είδησιν κακήν. Το πρόσταγμά σου κάμνω.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Και ψέμα ζωντανό τόσο 'πού από εμέ πετά να εύρη σε. ΑΜΛΕΤΟΣ Ποίου τον λάκκον σκάπτεις; Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Κανενός, Κύριε. ΑΜΛΕΤΟΣ Ποίας λοιπόν; Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Κανενός και καμμίας. ΑΜΛΕΤΟΣ Ποίος θα ενταφιασθή λοιπόν; Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Ένα τι οπού ήταν γυναίκα, Κύριέ μου, αλλά — ο Θεός να αναπαύση την ψυχήν της — απέθανε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν