Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Αρκεί μονάχα να μη τις δημιουργεί. ΑΝΝΟΥΛΑ Σταύρο, ξέρεις γιαΤι πέθανε η μητέρα; Πέθανε για σένα, από τη μεγάλη αγάπη που είχε για σένα. Για μένα! ΓΙΑΓΙΑ Από τη νύχτα εκείνη, την κακή νύχτα που μας άφησες, έπεσε άρρωστη. Καλή ώρα από τότε δεν είδε. Ένα μαράζι την περιτριγύρισε, και μέρα με τη μέρα έρρεβε. Όλες οι ελπίδες της είτανε σε σένα.

Μια φορά, την ώρα που κατέβαινε ανάμεσα από τις πέτρες, κοφτερές σαν μαχαίρια, έχοντας απέναντί της έναν ήλιο κρεμεζί καρφωμένο πάνω από τα βιολετιά βουνά του ΝτοργΚαλί, ένας κύριος την έφτασε, σιωπηλός, αγγίζοντάς τη στον ώμο. Ήταν ντυμένος στα χρώματα του ήλιου και των βουνών και στην όψη έμοιαζε με έναν γιό του ντον Τζάμε Πιντόρ που πέθανε νέος.

Η γιαγιά μας κύτταζε με τα μάτια ανοικτά, χωρίς να μας μιλή. Η ματιά της όμως ήτανε παράξενη και μας έκανε φόβο. Ά! χωρίς άλλο, κάτι θάπαθε το βασιλόπουλο και δεν ήθελε η γιαγιά να μας το πη... — Πες το, γιαγιά, πες μας το. Πέθανε το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Η γιαγιά δεν εμίλησε καθόλου εκείνη τη βραδειά. Ήτανε βαριά άρρωστη. Ήλθαν και την πήραν στο κρεββάτι της.

ΚΡΕΟΥΣΑ! Τούτο θα ειπώ, τη συφορά να σου τη φανερώσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πως τον κράτησες κρυφό του Απόλλωνος το γάμο; ΚΡΕΟΥΣΑ Εγέννησα• περίμενε και θα τ' ακούσης, γέρο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πού, ποιός σε ξεγέννησε; εγέννησες μονάχη; ΚΡΕΟΥΣΑ Μονάχη, μέσα στη σπηληά που είχα γνωρίση εκείνον. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Που είνε το παιδί,—να ειπής και συ παιδί πως έχεις; ΚΡΕΟΥΣΑ Πέθανε, γέρο• στα θεριά μονάχο το είχ' αφήση.

Ο ζουλιάρης, κι από παιδί θα τον καταλάβης πως είναι ζουλιάρης. Εκείνος απαρχής δε ζουλέβει, και στο τέλος πάει κ' η ζούλια του· πέθανε η Δεσδεμόνα, δεν του απόμεινε υποψία καμιά. Είταν περαστικό το κακό του. Για να κορώση, έπρεπε νάρθη ένας τρίτος να του βάλη λόγια. Έπειτα, τι θέλεις; Είναι και παντρεμένος.

Παράγγειλα να μου φέρουν ένα αμάξι και την ίδια στιγμή που έκανα αυτό σκέφτηκα πως έπρεπε να φάω. «Ο Σβεν πέθανε», συλλογίστηκα. «Δε θα τονέ βρω ζωντανό, άμα φτάσω σπίτι. Άμα όμως φτάσω δεν πρέπει να είμαι νηστικός και κουρασμένος. Πρέπει να είμαι σε θέση ναγρυπνήσω και να παρηγορήσω τη γυναίκα μουΌλα αυτά περάσανε στο νου μου εκεί που καθόμουνα και περίμενα το αμάξι.

Δεν την έκλεψε κανένα ζεϊμπέκι, δεν καλογήρεψε, δεν αρρώστησε, δεν πέθανε, — και μήτε γράφει τώρα την ιστορία της! Είναι τάγιο το βήμα του καλυβιού μου αυτή η πέτρα. Θα δης εκεί κάποτε λουλούδια βαλμένα, ή και στοιβασμένα αυτά τα χαρτιά .... Ας πάρουμε τώρα μια από τις αξέχαστες εκείνες μέρες της εξοχής, κι ας την ιστορήσουμε, αν έχης υπομονή. Θαρρώ πως πρέπει.

Δεν ήξερε το γιατί, αλλά μπροστά στη μιζέρια του υπηρέτη ένοιωσε ξαφνικά δυνατός και μοχθηρός. «Σ’ εμένα ρωτάς το «λοιπόν;». Εγώ σου το ρωτάω. Τι καινούργιο υπάρχει που σε σπρώχνει να με ακολουθήσεις; Ήρθες ν’ αγοράσεις κρασί για το γάμο της θείας Νοέμι;» «Να σέβεσαι τις θείες σου! Δε θα τις ξαναδείς πια. Η ντόνα Ρουθ πέθανε

Τη συνοδέψατε μέχρι τη γέφυρα, όπου κρύφτηκε, μέχρι που πέρασε ένα κάρο που την πήρε και την πήγε μέχρι τη θάλασσα. Εκεί μπαρκάρισε. Και ο ντον Τζάμε, ο πατέρας της, το αφεντικό σας, την έψαχνε, την έψαχνε, μέχρι που πέθανε. Πέθανε εκεί, πλάι στη γέφυρα. Ποιος τον σκότωσε; Η γιαγιά μου λέει ότι το γνωρίζετε......» «Η γιαγιά σου είναι μια στρίγκλα!

Την κόρη της, την είχε καλοπαντρέψη, μα δεν είχε τύχη να ζήση· πέθανε στη γέννα, και το παιδί έζησε ως που ν' αποκτήση το δικαίωμα ο πατεριασμένος του να κληρονομήση τα προικιά, κ' ύστερα, στους πέντε μήνες, ξαναπαντρεύτηκε· αυτός ήταν ο μεγαλείτερος καϋμός της θεια- Μορισίνας! Για να μαλακώση, η ταλαίπωρη, τον πόνο της, έκαμε στην αρχή να πέση στα θεία και σε αγαθοεργίες.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν