Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Χρωστάω κ' εγώ, θα με βάλουν φυλακήΒρε αμάν, βρε ζαμάν, είχα και το κορίτσι που μου πέθανε· να το θάψω δεν είχα. Τίποτα ο γέρος. Θα το πουλήσω το αμανάτι, Νικόλα παιδί μου, κι' όσα πιάσω, ας ζημιωθώ κι' όλαΕίπε πως τα πούλησε, ο Θεός κ' η ψυχή του. Μου πέθανε και το κορίτσι. Εκεί που το κλαίγαμε και δεν είχαμε και να το θάψωμε, να σου τον ο γέρος! Με τα δάκρυα στα μάτια. «Ζωή σε λόγου σας.

Μήτε πως είναι ο τάφος της σαν άλλοι, να νομίζης αλλά θα έχη της τιμές που οι θεοί μας έχουν και θα είναι αντικείμενον του σεβασμού των ξένων. Όλοι περνώντας από εκεί θα λένε, «Αυτή η γυναίκα πέθανε για τον άνδρα της, και τώρα ευτυχισμένη ζη με τους μάκαρας θεούς. Χαίρε, ω θεά, και είθε την ευτυχία και σε μας να δώσηςΜε τα λόγια αυτά θα χαιρετίζεται ο τάφος της.

&1876&, Στες 15 Αγιαντριά λημούριαξαν οι ρεντίφιδες Αρβανίτες το παζάρι των Γιαννίνων και στες 17 κάηκε το Ελληνικό Προξενείο. &1877, Θερτή 10&. Πέθανε ο αγαθώτατος Χουσνή πασάς. Τον έκλαψαν όλα τα Γιάννινα. &1878, Μάρτη 4&. Έφεραν 120 σκλάβους από την επανάσταση του Λυκουρσιού. Τους είχαν ζάρκους και δεμένους με την ελληνική σημαία τους μαζί. Τους έκλεισαν στα μπουτρούμια του Κάστρου.

Αν ήρθες να μου πης πως πέθανε και μούφερες τις παραγγελιές του, πάρτες πίσω και πήγαινε στο καλό. Γιατί αυτός στάθηκε σκληρός μαζή μου και δε μούκανε το χατήρι που του ζήτησα. Ο ξένος πέτρωσε απάνω στα πόδια του. Θυμήθηκε τα δάκρυα πούχυνε πεθαίνοντας στον ξένον τόπο τόμορφο παλικάρι, θυμήθηκε τα γλυκόλογα που του 'δωκε να φέρη στην καλή του και ράγισε άλλη μια φορά η καρδιά του.

Κ' έκλεισε τα μάτια της η βασίλισσα και πέθανε. Ο γέρος ο βασιλιάς έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ένα πρωί εκεί που ο βασιλιάς μονάχος του έκλαιγε της βασίλισσας το χαμό με τη λαχτάρα του παιδιού του, ένας μαντατοφόρος χύθηκε σαν αστραπή μες στο παλάτι. — Αφέντη βασιλιά μου, είπε, να! το χάσιμο! Έβγαλε απ' τον κόρφο του την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την απίθωσε στα γόνατα του βασιλιά.

Ανεγνώρισε την φωνήν της Αμέρσας. Ήτο η δευτορότοκος κόρη της. — Τι έπαθες, αρή;. . . Τι σου ήρθε, τέτοια ώρα; Και ήνοιξε την θύραν. Μάνα, επανέλαβε μετ' ασθμαινούσης φωνής η Αμέρσα. Τι κάνει το κορίτσι; . . . μην πέθανε; — Όχι . . . κοιμάται. Τώρα ησύχασε, είπεν η γραία. Πώς σου ήρθε; — Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσαν ακόμη φωνήν η υψηλή γεροντοκόρη.

Πολλοί τώρα θα πουν πως σύγκριση του Ελληνικού με τάλλα έθνη σε τούτο το ζήτημα δε χωρεί, γιατί για κείνα η λατινική ή η ελληνική γλώσσα ήταν ξένες, ενώ για μας είναι προγονική. Έχουν όμως άδικο όσοι το λεν και το ξαναλέν αυτό. Πρώτα πρώτα οι Ιταλοί είχαν προμάμμη τους τη λατινική και την άφησαν. Έπειτα κάθε γλώσσα που πέθανε, είτε ξένη είναι είτε προγονική, είναι... πεθαμένη.

Γιατί πριν πέσει ο Πάτροκλος, προτίμαε ναι η καρδιά μου 100 να μη σας σφάζω, κι' έπιασα πολλούς και σας πουλούσα· μα τώρα πάει πια, από χαμό δε σώζεται όπιον στείλει στα χέρια αφτά του Κρόνου ο γιος εδώ μπροστά στο κάστρο, και κάθε οχτρό, μα μάλιστα γιο του Πριάμου αν πιάσω. 105 Μα, βλάμη, πέθανε κι' εσύ, γιατί έτσι κλαις; Να, πήγε κι' ο Πάτροκλος που πιο πολύ σα ν' άξιζε από σένα.

Ο Τριστάνος, ο αντρείος, ο τίμιος, πέθανε. Ήτανε ανοιχτοχέρης στους φτωχούς, και βοηθούσε όσους υπέφεραν. Ποτέ τέτοια συφορά δεν έπεσε σ' αυτόν τον τόπο, άλλοτε. Τον ακούει η Ιζόλδη, δίχως να μπορή να βγάλη μιλιά. Ανεβαίνει πατά το παλάτι. Πέρνει τον ανηφορικό δρόμο. Ο μπούστος της έχει ξελυθή. Οι Βρεττανοί την κυττάζουν θαυμάζοντας. Ποτέ τους δεν είχαν ιδή τόσο ώμορφη γυναίκα.

Πέθανε ο πατέρας και πάη, και το παιδί άρχισε να σκέφτεται τι θ' απογένη: Να παντρεφτή ή να καλογερευτή; Προτίμησε να παντρευτή όσο μικρός κι' αν είταν κι' έτσι έκανε την πρώτη συμβουλή του πατρός του.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν