Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


« 'Σ το δρόμο μ' όλα τα κλαριά » Βογγούσαν 'σάν να λέγαν: » — Άχαρη! .. 'πέθανεν, αυτός, » Ο φίλος σου, ο λατρευτός — » Και τα πουλιά να κλαίγαν.» « Να κλαιν, με μαύρα δάκρυα, » Και να 'μοιρολογάνε· » — 'Πέθανε! — Μ' έλεγαν κι' αυτά, » Και κλαίγαν 'μοιρολοστικά, » Αντί να κελαϋδάνε

Ο Τζατσίντο τότε κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε τα χέρια του. «Βλέπεις; Βλέπεις; Ούτε μια λέξη πόνου δεν βγάζεις από το στόμα σου! Ούτε ένα δάκρυ! Και να σκεφτείς ότι πέθανε για σένα, άθλιε! Πέθανε από τον πόνο της για σένα.» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε να τρέμει.

Σας τη δίνω». — Μεγαλειότατε, την παίρνω, είπεν ο Τριστάνος. Α! Άρχοντες, γιατί είπε αυτόν το λόγο; Γι' αυτόν το λόγο πέθανε. Όρισαν την ημέρα, ώρισαν την προθεσμία. Ο Δούκας έρχεται με τους φίλους του, ο Τριστάνος με τους δικούς του. Ο εφημέριος του παλατιού ψέλνει τη λειτουργία.

Ένας μονάχα, ο Βρύπολος, θεόμιο παλικάρι, του αντισηκώθη τότε, ο γιος του Μηκιστιά τ' αφέντη, εκιού που πήγε μια βολάσαν πέθανε ο Οιδίπουςστη Φήβα, κι' όλους νίκησε στους νεκρικούς αγώνες. 680 Αφτόν προτίμαε νικητή ο θαρρετός Διομήδης, και πήγε και τον φρόντιζε και τούλεγε έχε θάρρος. Ζουνάρι πρώτα τούζωσε στη μέση του τριγύρω, κι' έπειτα τούδεσε λουριά καλόκοφτα ταβρήσα.

Κοιμήσου». Το παιδί χασμουρήθηκε. «Η γιαγιά μου όμως λέει ότι όταν πέθανε η ντόνα Μαρία Κριστίνα, η παλιά, καλή κυρά σας, σαν να έπεσε ανάθεμα στο σπίτι σας. Είναι αλήθεια ή όχι;» «Κοιμήσου, σου λέω, δεν είναι ώρα .....». «Ε, αφήστε με να μιλήσω! Και γιατί το’ σκασε η ντόνα Λία, η μικρή σας κυρά; Η γιαγιά μου λέει ότι εσείς το ξέρετε, ότι τη βοηθήσατε να το σκάσει, τη ντόνα Λία.

Αρκετά, γι’ αυτά θα μιλήσουμε κατόπιν με την Έστερ. Το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι…. Λοιπόν, θα σου το πω: ότι η Ρουθ πέθανε έτσι ξαφνικά. Μπορεί και εκείνη να ήταν ευχαριστημένη….» Ο Έφις σηκώθηκε. Ένοιωθε κάτι να τον τσιγκλάει σε όλο του το είναι και έπρεπε να φύγει, να κάνει το πεπρωμένο να βιαστεί. «Περίμενε λίγο ακόμη, διάολε!

Ποιος; ερώτησε ο Αριστόδημος από τη θέση του. — Άνοιξε! — Τι θες; — Άνοιξε σ' λέω· επρόσταξε η φωνή λαχανιάζοντας. Η μάννα σου.. . η κυρά Πανώρια... — Πέθανε. — Πέθανε! Ο Αριστόδημος έμεινε ξυλιασμένος στο στρώμα του. Πέθανε! αλήθεια; Και γιατί; Άξαφνα πήδησε ορθός, έτρεξε μισόγυμνος στην πόρτα. Ένα χωριατόπουλο φάνηκε στο κατώφλι, βγάζοντας αχνούς από το στόμα του.

Έρχονται κ' οι πατριώτες και μας λένε ένας το μακρύ του κι' άλλος το κοντό του. Άλλος μας λέει πως πέθανε κι' άλλος πως παντρεύτηκε κι' άλλος μας λέει πως τον είδε με τα μάτια του και πως μπαρκάρησε για την πατρίδα.

Είνε δύο χρόνια που πέθανε ο μακαρίτης ο πατέρας σου και ξέρεις πώς επεράσαμε αυτό το διάστημα. Όταν εκείνος εζούσε, τα είχαμεν όλα, διότι ήτο σιδηρουργός και πρώτος τεχνίτης στο Πειραιά. Και τώρα ακούς όλους να λέγουν ότι, αφότου πέθανε ο Φιλίνος, δεν ξανάγεινε άλλος τέτοιος τεχνίτης. Στην αρχή επούλησα τις τσιμπίδες, το αμώνι και το σφυρί κι' επήρα δύο μναις και μ' αυτές εζήσαμε κάμποσον καιρόν.

ΑΡΓΓΑΝ Μήπως είνε επικίνδυνο πράγμα να κάνη κανείς τον πεθαμένο; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Όχι, όχι. Να η κυρία. Μην κουνηθήτε καθόλου. Θεέ μου! αχ! συμφορά μου! Τι ήταν τούτο το κακό; ΜΠΕΛΙΝΑ Τι τρέχει, Τουανέττα; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αχ! κυρία μου! ΜΠΕΛΙΝΑ Μα τι τρέχει; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο άντρας σας . . . πέθανε. ΜΠΕΛΙΝΑ Ο άντρας μου πέθανε; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αχ' ναι· πέθανε ο μακαρίτης. ΜΠΕΛΙΝΑ Είνε βέβαιον; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Βεβαιότατον.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν