Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Και νύχτα, βαθειά μεσάνυχτα, μπήκε κρυφά στο σπίτι ο καλός της και την άρπαξε. Ο παπάς δεν πολυσκοτίστηκε και τόσο. «Νέοι είνε κι' ας παντρεύωνται», είπε. Η παπαδιά, ναι μεν της κακοφάνηκε πούγινε η ντροπή στο σπίτι της, μα πάλι δεν έκανε και μεγάλο κακό. «Τυχερά πράμματα», είπε. Η Ταρσίτσα δε μίλησε όλην τη μέρα. Μιλιά δεν της βγήκε απ' το στόμα.
Θυμήθηκε τους παλιούς καιρούς που τα δουλικά στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν· που ευχαριστιώνταν σε ό,τι τους έδινες κ' έλεγαν σπολλάτη. Κ' είπε αποδώ κι ομπρός θα προτιμήση να κάνη τις δουλειές μοναχή της· δεν υποφέρεται!... Η γριά όμως που συντρόφευε την Ασημίνα, την καταπράυνε. Δεν άξιζε δα να δίνη και μεγάλη προσοχή στα λόγια του κοριτσιού!
Θεόρατη λακκωματιά, ως έξη μίλια μάκρος, καστανιές γεμάτη στα βάθια της, κι αψηλόκορμες ελιές στα βουνόπλαγα, πηχτές και φουντωμένες κι από τις δυο τις μεριές. — Κι αποκάτου οι Σφακιανές οι μαζώχτρες που έρχουνται, λέει, από τον Άη Γιάννη να βγάλουν το μεροκάματο. Και δεν τις ρώτηξες α βγάζη κι ο τόπος τους ράδι; — Εγώ δεν τις είδα.
ΣΤΕΦΑΝ. Πιε, δούλο — τέρας, όταν σου το προστάζω εγώ· τα μάτια σου είναι χωσμένα μέσα στο κεφάλι σου. ΤΡΙΝΚ. Και πού αλλού θα τάχη χωσμένα; ήθελ' είναι ένα άξιο τέρας, μα την αλήθεια, ανίσως τάχε στην ουρά του. ΣΤΕΦΑΝ. Ο τερατάνθρωπός μου έπνιξε τη γλώσσα του μέσα στο κρασί· όσο για με, το πέλαο δεν με πνίγει· εκολύμπησα, πριχού πιάσω στερηά, εδώ κ' εκεί, εξήντα πέντε μίλια, μα τούτο το φως.
Κάνω έτσι τα πόδια μου· πέφτω απάνω σ' ένα κορμί. — Βρε κόφ' το κούτσουρο! κλωτσάω. Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στο λιθάρι δεν έβγαζε μιλιά μόνον εκύταζε κάτω τη σκοτεινή θάλασσα που έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου. — Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέγω. Σήκω και πλακώνει το σκοτάδι. Eδώ θα μας θάψη το χιόνι. Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.
Κανείς φίλος λόγο να μη μ' απαγγείλη, κι' αν 'στο νου του τέτοιο έγκλημα περάση, να τον σακατέψουν 'στης σβερκιαίς οι φίλοι, κι' είθε τη 'μιλιά του 'στη στιγμή να χάση. Και τ' ακίνητά μου και τα κινητά τα χαρίζω όλα 'στην καλή πατρίδα, όχι για να κάμη πόλεμο μ' αυτά, αλλά ν' αγοράση 'λίγη δαμαλίδα.
Αρετή επιδεικνυομένη, είνε εύσχημον προσωπείον της χειρίστης κακίας· όταν συναντηθής μετ' αυτής, προσκύνησέ την ως αρετήν, και φεύγε μίλια. Αληθής αρετή είνε εκείνη, την οποίαν δεν βλέπεις. Υπάρχουν άνθρωποι, οίτινες προσκυνούντες χλευάζουν, και ασπαζόμενοι δάκνουν, και μειδιώντες δηλητηριάζουν· τοιαύτα πρόσωπα οι ποιηταί καλούσι πρόσωπα κυνός, και οι χημικοί καλούσι χάλκινα.
Καμώνεται τον άρρωστο, και πηγαίνει στην Εκκλησιά του Αγίου Ιωάννη ως εφτά μίλια απέξω από την Πόλη, τάχατες να λειτουργηθή. Είχε και τους Γότθους καθοδηγεμένους να τον ακολουθήσουνε. Βλέποντας ο Λαός τους Γότθους που ξεκινούσαν, τους πιάνει τρόμος. Στην Πύλη που έβγαιναν οι Γότθοι, στεκότανε κάποια ζητιάνα.
Ως χίλια περίπου χρόνια πριν από τον Κωσταντίνο ξεκίνησε από τα Μέγαρα στόλος, πέρασε την Προποντίδα, κι άραξε στον Κόρφο που σαν ποτάμι κόβει την Ευρωπαϊκή τη στεριά κατά τα πρόθυρα του Βοσπόρου, τον Κεράτιο, το σημερινό το Κατάστενο. Ως εφτά μίλια πηγαίνει μέσα η γλώσσα εκείνη.
Έβλεπαν και δε χόρταιναν πάνω από τα παράθυρα, με τα κεφάλια στα χοντρά σίδερα κολλημένα, όλοι του Ένα οι κατάδικοι απανωτά στοιβαγμένοι. Έτσι βουβοί κι αμίλητοι, άγριοι και χαλκοπρόσωποι, χαβνομερακωμένοι στου πόθου τον καημό τον πικρόχολο, ένας πάνω στον άλλον καβαλωτά διασκελωμένοι δεν έβγαναν μιλιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν