Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Έκρυψε βαθιά το θησαυρό του και περίμενε μέρα με την ημέρα τον υγυιό του. Και καθεμέρα ρωτούσε για την πιστικιά, μήπως και μαρτύρησε το κλέψιμό της. Μα βέργες σιδερένιες της ματώνανε τα κρέατα, ξύδι κι' αψιθιά τηνέ ποτίζανε, μα το στόμα τηςλέγανε οι μαντατοφόροιμιλιά δεν έβγαλε ακόμα. Ένα πρωί, χαρά θεού, βούκινα και τούμπανα τράνταξαν τον αέρα. Το βασιλόπουλο γύριζε απ' τον πόλεμο.

Ώρα την ώρα την πήρε ο ύπνος και αηδονάκια νανουρίζανε τον ύπνο της κι' ο γεροπλάτανος μουρμούριζε στους διαβάτες μη λάχη και την ξυπνήσουν. Ο κυνηγός, με το τουφέκι στον ώμο, στάθηκε αγνάντια και την κύτταζε. Του φάνηκε σα μεσημερνή νεράιδα πούκανε την κοιμισμένη, καρτερώντας να του πάρη τη μιλιά. Κ' έμεινε βουβός ώρα πολλή κυττάζοντάς την. Μα και νάθελε να μιλήση δεν μπορούσε.

Ο πατέρας σου έρριχνε το κεφάλι κάτω και δεν έβγαζε μιλιά. Ήρθε κ' εγάτιασε από το κακό του. Ούτε τραγούδι πλέον ούτε γέλοιο. Σκέψι μόνον και θυμό. Πρώτη φορά ο Ραφαλιάς άκουε στ' όνομά του τέτοια γλώσσα. — Τ' έχεις μωρέ αδερφέ κ' έγινες έτσι; τον ερωτά μια Κυριακή που έσμιξαν ο δικός μου Μπα κ' έμαθες κακό χαμπέρι από το σπίτι; Μην πέθανε η μάνα μας; μην αρρώστησε η Χρυσούλα;

Ο Αγάλλος διηγείτο πολλάκις ότι είχεν ιδεί νεράιδας με τα μάτια του, ότι του είχαν ομιλήσει, αλλ' αυτός εφυλάχθη καλώς να ταις δώση απάντησιν, γνωρίζων ότι είχαν την δύναμιν «να του πάρουν την μιλιά του». Μίαν φοράν πάλιν παρουσιασθείσα προς αυτόν, όταν ήτο παιδί, εις τον μύλον του πατρός του, η Μοίρα του, του είχε δώσει με την χείρα της έν φλωρίον.

Το βράδυ ένας βίαιος παροξυσμός της αρρώστιας του τον εξουθένωσε: ο πόνος τού πήρε τη μιλιά και την ακοή, είδε όμως τον ντον Πρέντου να κοιτάζει τη Νοέμι με δυσαρέσκεια, επειδή ο γάμος είχε οριστεί για την άλλη μέρα και εάν εκείνος πέθαινε θα έφερνε γρουσουζιά στους παντρεμένους ή θα τους ανάγκαζε να αναβάλουν για μιαν άλλη μέρα το γάμο.

Η Κατηγέ εσυνθλίβονταν εις την δυστυχίαν του γέροντος, μην ημπορώντας να κάμη άλλο περισσότερον εις ελάφρωσίν του. Εις αυτό το διάστημα το καράβι εταξίδευε με τα πανιά φουσκωμένα, και εις δέκα πέντε ημέρες έκαμαν περισσότερον από δύο χιλιάδες μίλια.

Κ' εστέναζε τόσον δι' αυτήν, ως να την εχώριζεν ολόκληρος ωκεανός εκείθεν, ενώ μόλις απείχε δώδεκα μίλια, και η μικρά ραχούλα του πρασίνου βουνού δεν ίσχυε να κρύψη την ημέραν την υψηλήν οφρύν του λευκού όρους. Και την επόθει τόσον, ως να την είχε στερηθή από χρόνων πολλών, ενώ μόλις από ολίγων εβδομάδων ευρίσκετο εις την γείτονα νήσον.

Από την γλυκειά μουσική εβούλωσαν τ' αυτιά μου, από την χρυσή λάμψι των μαλλιών των εθάμπωσαν τα μάτια μου. Κάμνω να μιλήσω, δεν ημπορούσα. Μου πήραν την μιλιά γιατί τους χάλασα τον χορό. Έκαμα τρεις μήνες να μιλήσω. Από τότες μου απόμεινε ένας φόβοςτην καρδιά και κάμνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου μερικές φορές. 'Σ τον πόλεμο με είδες, καπετάνιε, αλλάτης Νεράιδες να μη με ιδής.

Μα τώρα μίλια πέρασες πάσα αρχηγό στην τόλμη, 125 που το δικό μου αντίκρυσες μακρόδρομο κοντάρι. Μα στην οργή μου αδιαφορούν παιδιά δυστυχισμένων... Αν όμως είσαι τ' ουρανού θεός κατεβασμένος, εγώ μ' αθάνατους θεούς δεν πάω να πολεμήσω.

Σε ποιο μέρος; — Σε μια καλύβα, στο Μορουά. Κοιμούνται αγκαλιασμένοι. Έλα γρήγορα, αν θέλης να πάρης εκδίκησι. — Πήγαινε να με περιμένης στην είσοδο του δάσους, κοντά στον Κόκκινο σταυρό. Μην πης μιλιά σε κανένα για ό,τι είδες. Θα σου δώσω χρυσάφι και ασήμι, όσο θέλης. Ο δασοφύλακας πηγαίνει και κάθεται κάτω από τον Κόκκινο Σταυρό. Καταραμένος νάναι ο σπιούνος!

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν