Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
― Μη μ' εγγίζης και λερόνεσαι ! Δυστυχής νέα ! Η μαύρη απελπισία της εντός του σκοτεινού και δυσώδους εκείνου καταφυγίου ήτο η φοβερωτέρα ένδειξις της τύχης, η οποία επερίμενε τας λοιπάς εκεί γυναίκας, εάν οι Τούρκοι μας ανεκάλυπτον ! Την τελευταίαν νύκτα εξημερώθημεν με τον φόβον, ότι δεν θα σωθώμεν από τας χείρας των. Η θύρα μόνη του σταύλου μας εχώριζεν απ' αυτών.
Φρίκη κρυφή διέτρεξε τα μέλη της Γερακούλας. Η μεγαλειτέρα ήτο 27 ετών, αι άλλαι ανά δύο έτη κατά σειράν μικρότεραι και η τελευταία 21 ετών. Όλαι εις την ακμήν του γάμου. Και ως από μυστικής τινος ορμής κινηθείσα η πτωχή μήτηρ, ήρχισε να μετρά επί των δακτύλων: μία, δύο, τρεις, . . . . Και εσταμάτησε κατηφής γενομένη, ως να εκάλυψε μαύρη σκέπη την γελόεσσαν του προσώπου της αίγλην.
Το επί της κεφαλής της Ψαριανής πράσινον μανδήλιον μεταβάλλεται εις κομψόν Σμυρναϊκόν κεφαλόδεσμον, η μαύρη της κόμη μεταβάλλεται εις ξανθήν, και δύο γαλανοί οφθαλμοί προσηλούν επ' εμού απερίγραπτον βλέμμα.
Άλλο του έργο ακόμα πιο σημαντικώτερο, το μεγάλο το Τείχος πούστησε έξω κ' έξω από τα προτερινά τειχίσματα της Πρωτεύουσας, να διαφεντεύη κάθε ξωχώρι από Σλάβους κι από Βουλγάρους, μα κι από τους Φοιδεράτους ακόμα· τετρακόσα είκοσι στάδια από τη Μαύρη θάλασσα ως την Προποντίδα, και με πύργους στεριούς από τόπο σε τόπο, που τους αποτέλειωσε κατόπι ο Ιουστινιανός.
Δες και συ τον κόσμο μια φορά καλό, μες 'στη μαύρη λύπη σκόρπισε χαρά, ήσυχο εμπρός σου κύτταξε γιαλό, άνοιξι, λουλούδια, κι' όχι συμφορά. Τους πενθίμους στίχους ξέσχισε και κάψε, άρχισε να πίνης κι' όλο να γελάς, πετακτά τραγούδια και αλέγρα γράψε, πες και συ πως πάει πρίμα η Ελλάς.
Απάνω στο μεγάλο τραπέζι, σκεπασμένο με μαύρη χνουδωτή τσόχα, ο μεγάλος δίσκος με τα ποτηράκια με τις μαστίχες από τον αντικρυνό μπακάλη, άστραφτε και πεντοβολούσε στα μεγάλα φωτεινά τετράγωνα που άπλονε ο ήλιος, περνώντας από τα κλειστά γυαλοπαράθυρα.
Βραχεία παρήλθεν ώρα, και η σκαμπαβία είχεν απομακρυνθή τόσον, ώστε μόλις εφαίνετο εις το βάθος του αχανούς ορίζοντος ως μέλαν κυμαινόμενον σημείον και ως μαύρη κηλίς επί της επαργύρου επιφανείας της θαλάσσης. — Τώρα να το βάλουμε στα κουπιά! ανέκραξε μετά φαιδράς χάριτος το Λιαλιώ. Ο κυρ-Μοναχάκης ήτο τω όντι επί της σκαμπαβίας, και η νοσταλγός δεν είχεν απατηθή.
— Έλα, και σώγεινε το χατήρι να μην το γκρεμίσουμε, μάνα, έλα. Κ' η γρηά δόξαζε τον «Μεγαλοδύναμο» οπέβλεπεν ότ' η κούφια και καταστρεφτικιά φλόγα των παιδιών της εσβύνονταν κ' εκατακάθονταν όσο πέρναε ο καιρός. Πού να τώξερεν η μαύρη πως ο γιός της ολημερής παράδερνε 'ςτους δρόμους των Αρχοντικών, για να βρη σπίτι της αρεσιάς του, να τ' αγοράση!
Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.
Κάθε οκτώ, την αυγήν, βαθειά, μέσα εις τον ύπνον της, ήκουε τους κρότους της μηχανής του ατμοπλοίου, όπερ προ της οικίας της παρέπλεε, κ' εξήρχετο επί του σεσαθρωμένου και ημικρημνισμένου εξώστου, θεωρούσα τους επιβαίνοντας και αναζητούσα τον υιόν της, μαύρη, μικρά, συμμαζευμένη ως ηπλωμένον ράκος δακρύβρεκτον να στεγνώση. Εις το ταχυδρομείον εξημέρωνε αυτή πρώτη απ' έξω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν