Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Και αν δεν σ' εύρω, αν δεν σε ίδω πλέον, αν σε χάσω διά πάντοτε, Αϊμά, είξευρε ότι δεν δύναμαι πλέον να ζω και ότι ο κόσμος είνε μαύρος δι' εμέ, μαύρος ο ουρανός, ο οποίος με σκεπάζει, Αϊμά, μαύρη η γη, οπού πατώ, μαύρον το φως που με φωτίζει, όλα μαύρα, κατάμαυρα. Από σε περιμένω το φως, από σε την δρόσον, από σε τον αέρα, Αϊμά, και χωρίς εσέ όλα είνε σκότος, όλα βάσανος, και όλα κόλασις.
Και μία μισόξηρη ακακία που στάζουν τα φύλλα της μαύρη δροσιά, σαν να κλαίη τον Βασιλέα μας με μαύρα δάκρυα.
Ήτο χήρα από είκοσιν ετών κ' εφόρει τα μαύρα καθαρά-καθαρά. Ιδίως η μαύρη μανδήλα της εγυάλιζε πάντοτε ως νεοβαφής.
Από μέσα έχει το σκουλήκι που του αλέθει την καρδιά! Και σαν του αναβή καμμιά φορά στο κεφάλι — Θεός να φυλάγη τα παιδιά του κόσμου και ύστερα το δικό μου! Θεός να σε φυλάγη, Σουλτάνε μου και σένα! Κ α ρ ά σ ε β δ ά τον είπανε, εξηκολούθησε θρηνητικώς η γραία, και καρά σεβδάς είναι. Γιατί πολλών μητέρων καρδιαίς εμαύρισε, πολλά παλληκάρια έβαλε μέσα στη γη τη μαύρη!
Γυρεύει αυτός λίγο νερό. 'Στη βρύσι η κόρη απλώνει, Παίρνει νερό 'ςτά χέρια της και του το πάει 'ςτο στόμα. Ο Ήλιος πίνει και γλυκά, 'ς τα μάτια την τηράει. Η κόρη ήταν μελαγχροινή, ήταν και μαυρομάτα, Είχε και φρύδια ολόμαυρα γραμμένα με κοντύλι, Είχε και ολόμαυρα μαλλιά, και φορεσιά είχε μαύρη. Ο Ήλιος πίνει και γλυκά 'ςτα μάτια την τηράει.
Εδώ κι εκεί μπροστά σε μικρές φωτιές αναμμένες κατά μήκος των τοίχων έσκυβε η μαύρη φιγούρα καμιάς γυναίκας που μαγείρευε. Οι άντρες, που είχαν έρθει την παραμονή για να μεταφέρουν τις οικοσκευές, είχαν κιόλας φύγει με τα κάρα και τα άλογά τους.
Επετάχθη αμέσως, βιαιότερος τώρα ο καπετάν-Φώκας, ως να τον ώθησε κανείς, και ανήλθεν επάνω εις το κατάστρωμα. Μαύρη νυξ εκάλυπτε τον λιμένα της ερημίας εκείνης, ηρεμούντα, οπού φώτα αμυδρά εδώ κ' εκεί έφεγγον, τα φώτα των καταφυγόντων εν αυτώ πλοίων.
Κι' εγώ εκεί 'στ' αγαπητό της Σύρας ξερονήσι είδα το φώς κι' ανέπνευσα την δρόσον του αέρος· κι' αυτό το λέγω, επειδή δεν θέλω να τιμήση η ένδοξος μου γέννησις κανένα άλλο μέρος. Με πόση ήκουσε χαρά η πικραμένη χήρα πως θάχη κι' ένα Συριανό 'στη μαύρη ξενιτειά της! αδιάκοπα λογάριαζε μαζί μου για τη Σύρα, της έλεγα τα πάθη μου, κι' εκείνη τα 'δικά της.
» Και το Γιάννο ν’ αγαπήση-ήση-ήση-ήση.... » Όσο εδώ στον κόσμο ζήση, -ήση-ήση-ήση.... » Με καρδιά και με ψυχή-χή-χή-χή.... » Ως την ύστερη πνοή, -ή-ή-ή— » Κι’ ως τη μαύρη μέσα γη-η-η-η.... » Η αγάπη της να ζη-η-η-η...»
ΙΣΜΗΝΗ Διπλά ν’ ακούς. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Διπλές μας στέκουν συμφορές. ΙΣΜΗΝΗ Αδερφικές τις αδερφές. ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΙΣΜΗΝΗ Ιώ, Μοίρα, μεγαλόδωρη πόνων πικρών και τρανή του Οιδίποδα μαύρη Ερινύα, μεγάλη σου η δύναμη. Αι, αι -Αι, αι. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Συμφορές κακοθώρητες. ΙΣΜΗΝΗ Επιστρέφοντας μόφερες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Για να σκοτώση ήρθε γυρνώντας. ΙΣΜΗΝΗ Και χάνει τη ζωή του ορμώντας. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Την έχασεν αλήθεια αυτός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν