United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντί να δυσανασχετώ διά ταύτας, ενόμιζα ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη δοξάζω τον Θεόν, αναλογιζόμενος ότι δεν ήμην ακόμη τριάντα ετών, ότι είχα τριάντα χιλιάδας δραχμάς εισόδημα, τριάντα εις το στόμα μου στερεούς οδόντας, στόμαχον στρουθοκαμήλου, γυναίκα ικανήν να ενσαρκώσει τα όνειρα Συβαρίτου, και μαγείρισσαν την οποίαν θα μ' εζήλευεν ο Ταλλεϋράνδος.

Να βρίσκη χώρα σ' ολουνούς· παντού συντροφευμένο, 25 Σε κάθε σπίτι αγαπητό, και περιποιημένο. Η μαύρη Αλήθια από καιρούς και χρόνια εξορισμένη, Από τον κόσμο μισητή, κι' όξω απ' αυτόν κρυμμένη, Σ' ανήλιον τόπο ανάμερον, και σε πυκνό σκοτάδι, Είχε αποκάμη κατοικιά μέσ' σε βαθύ πηγάδι. 30 Μήτ' αποκείθε εκόταγε να βγη σε ημέρας φέξι, Με δίχως κίντυνο άφευχτο, χωρίς βαργιά να φταίξη.

Σεις δότε χρώμα κι' εις εμέ και άρωμα κι' αέρα, φυτά δικοτυλήδονα και μονοκοτυλήδονα, και τα φυτά μ' απήντησαν «βρε τράβα παραπέρα κι' αυτά να πας, παληόγερε, και να τα 'πης 'στόν κλήδονα». «Είναι κατάξηρος για σε και μαύρη ερημιά το κάθε περιβόλι, κι' αν 'στήν κουμπότρυπα και συ καρφώσης γιασεμιά θα σε γελάσουν όλοι.

Είπε και ξίφος άρπαξε με το δεξί του χέρι, 'που το 'χε ρίξ' ο Αγέλαος, οπότ' εξεψυχούσε, χάμαι· μ' εκείνο του 'κοφτε το σνίχι μες την μέση, κ' ενώ 'μιλούσε κύλησετο χώμα η κεφαλή του. Την μαύρη μοίρα ξέφυγεν ο αοιδός Τερπιάδης 330 Φήμιος, 'που βιαζόμενος τραγούδα των μνηστήρων.

Ήδη όμως έτριζε και εβόιζε υψηλά από επάνω των· κάποιο μεγάλο μετέωρον αντικείμενον εσκοτίνιαζε τον αέρα γύρω των. Δύο πυροβολισμοί εσημάδευον όταν η μαύρη του αετού μορφή επετούσε από την φωλεάν.

Ξαναμπήκε στο σπίτι και είδε τη Νοέμι να ορθώνεται μπροστά του σαν μια ακίνητη, μαύρη σκιά, απτή. «Έφις, τα άκουσα όλα. Έφις, μην σου περνάει από το μυαλό ότι θα μας πεθάνεις κι εμάς. Ο Τζατσίντο δεν πρέπει να ξαναμπεί σ’ αυτό εδώ το σπίτι.» Ο Έφις κρατούσε ακόμη το γιασεμί στο χέρι και το λουλουδάκι τρεμούλιασε μες στο σκοτάδι, σαν να ένοιωσε το ίδιο πόνο. «Να σας πεθάνω… εγώ!

Μαύρη, θολή πλημμύρα Το πάτημά του ακολουθεί, σαν νάταν ένα κύμα Πώσερνε φύκητο γιαλό. Τασπράδι του ματιού του Έσταζεν αίμα και χολή...

Τον έπιασε μαύρη μελαγχολία και δεν έλαβε μέρος στην όπερα alla moda ούτε στις άλλες διασκεδάσεις του καρναβαλιού· ούτε μια γυναίκα δεν τούδωσε τον παραμικρότερο πειρασμό.

Έκλαψα πολύ στο δρόμο κιόταν έφτασα στην πόλη μού φάνηκε μαύρη. Πώς θάχα την υπομονή να περάσω τους μήνες πούμεναν ακόμη έως τις θερινές διακοπές; Και πώς θάχα νου να μελετώ και να παρακολουθώ την παράδοση; Άμα έπιανα βιβλίο, έμπαινε ανάμεσα της σελίδας και της προσοχής μου ένα πρόσωπο με μαύρα λυπημένα μάτια κι άκουα την αγαπημένη φωνή να μου λέγη. «Θέλουνε και δε θέλουνε, θα μ' αγαπάς

Μαύρη επλανάτο επάνωθέν των η νυξ και πλέον μαύροι παρετάσσοντο των γηραιών δρυών οι ακίνητοι όγκοι, άνωθεν των οποίων εσύριζεν ως όφις παρερχόμενος ο πρωινός άνεμος. Η σελήνη είχε δύσει πρό τινων στιγμών και μόνον ως φλοξ ερυθρά καιομένης ασβεστοκαμίνου μακρόθεν έφεγγεν όπισθεν του Προμηρίου της Θετταλομαγνησίας ο αιμόχρους κύκλος της.