Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Που είσαι, Ελένη μου; Για εύγα να σε 'δούμεν Κι' από τη μαύρη μας καρδιά δυο λόγια να σε 'πούμεν». Και ολίγον κατωτέρω· «Διαβάτα που με θαυμασμό το μνήμα της κυττάζεις, Και τ' όνομά της στο Σταυρό το νεκρικό διαβάζεις, Ειπέ της ανθρωπότητος, ωραίε διαβάτα, Ότι ενταύθα κοίτεται υπό την μαύρην πλάκα».
« Εμένα κάθε 'λίγο θα με ψάλλη όχι παπάς, αλλά Μητροπολίτης· κι' όποιος φορεί την μίτρα 'στο κεφάλι, είναι του Πλάστου άμεσος μεσίτης. « Όσο σε μνημονεύει πιο τρανός, τόσο και η ψυχή σου ελαφρόνει, και τόσο της Εδέμ ο ουρανός σιγά σιγά για σένα χαμηλόνει. «Σε ψάλλει Πατριάρχης;. . . ολοΐσα θα τρέξης εις τας χώρας των μακάρων, κι' αν προτιμάς εσύ την μαύρη πίσσα, οι άγγελοι σε πέρνουν άρον άρον.
Τούτο ακριβώς συμβαίνει καθ' ην στιγμήν εισάγομεν τον αναγνώστην εις την σοβαράν αυτών συνδιάσκεψιν. — Να σου ειπώ, αδελφέ, λέγει ο υπάλληλος προς τον βιομήχανον· εγώ χρεωστώ την θέσιν μου εις τον Εδρίς. Μ' έσωσεν από την δυστυχίαν, μου έδωκε ψωμί, μ' έκαμε και κουμπάρον. — Εννοείς, ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη του δώσω ψήφον!
Εντός της ερήμου αμπέλου, εντός της ασκάφου κλάρας, η γρηά-Κυρατσού τώρα, η μήτηρ της Θωμαής, ως κορώνη περιεφέρετο, μαύρη και κρώζουσα: — Θωμαή μου! Θωμαή μου! Ο φράκτης της αμπέλου, πυκνότατος από τρικοκκιαίς, είχε διασπασθή, ενώ κ' εκεί, υπό των παιδιών, τα οποία ως θώες εισέδυον, να κλέψωσι τας υδαρείς της κλάρας σταφυλάς.
Ο Αχιλλεύς δε και μετά προς τον Ατρείδην είπε Λόγους πικρούς, κι' απ' τον θυμόν δεν έπαυεν ακόμα. Μεθύστακα, σκυλόμματε, και με καρδιάν ελάφου! Δεν τόλμησες ν' αρματωθής εις πόλεμον ποτέ σου Με τον λαόν, ή μ' Αχαιούς τους πρώτους εις καρτέρι· Αλλά σε φαίνεται αυτό, ότ' είν' η μαύρη μοίρα.
— Έλα, και σώγεινε το χατήρι να μην το γκρεμίσουμε, μάνα, έλα. Κ' η γρηά δόξαζε τον «Μεγαλοδύναμο» οπέβλεπεν ότ' η κούφια και καταστρεφτικιά φλόγα των παιδιών της εσβύνονταν κ' εκατακάθονταν όσο πέρναε ο καιρός. Πού να τώξερεν η μαύρη πως ο γιός της ολημερίς παράδερνε 'ςτούς δρόμους των Αρχοντικών, για να βρη σπίτι της αρεσιάς του, να τ' αγοράση!
Τόρα είνε άλαλη· μα σαν θυμώση κουφένεσαι να την ακούς. Και όλο εχαμογέλαε. Εγώ επίμενα. — Ξέρει τραγούδια; — Θάλασσα. — Είνε άσπρη, μαύρη, γαλανή, μελαχροινή; — Γαλανή. Και το είπε με τόση πεποίθησι· εστύλωσε τα μάτια του στο κουφό κύμα με τόση τρυφεράδα που επάγωσα. Δεν κυτάζει αγαπητικός με τόσον πόθο την αγαπητική του.
Σιγή νεκρική διεδέχθη τότε την φωνήν του. Εφοβήθη και ο ίδιος. Σαν να είδε μίαν σκιάν, του εφάνη. Σαν μαύρη σκιά, σαν άσπρη σκιά, οπού αστραπιαίως διήλθε τον κοιτώνα του. — Εσύ είσαι Κουκκίτσα; Είπε χωρίς να θέλη. Αλλά το εκκρεμές μόνον απήντησεν εις την ερώτησίν του, εξακολουθούν την μονότονον κίνησίν του. Τα μάτια πάλι του παπά-Κονόμου εγέμισαν από δάκρυα.
Μπαίνοντας στον περίβολο είδε ξανά τη συνηθισμένη σκηνή: οι κυράδες του κάθονταν στο παγκάκι με τα χέρια σταυρωμένα, η Καλίνα έγνεθε, με τα πόδια γυμνά μέσα στα πέδιλα∙ μέσα στις καλύβες οι γυναίκες καθισμένες καταγής έπιναν τον καφέ, κουνούσαν τα μωρά και πάνω στο μπαλκόνι, με φόντο τον ουρανό που χρύσιζε, η μαύρη φιγούρα του παπα Πασκάλε χαιρετούσε με το τιρκουάζ μαντήλι του. «Διασκεδάζετε;», ρώτησε ο Έφις ακουμπώντας το δισάκι κοντά στα πόδια των κυράδων του. «Κι εκείνος;» «Συνέχεια χορεύουμε», είπε η ντόνα Έστερ και η ντόνα Ρουθ σηκώθηκε για να τακτοποιήσει τα πράγματα.
Ήλιος 'ς την ωρηότη ο ένας, άστρο της αυγής ο άλλος. Τους αγάπησε κ' η κόρη κ' έλυωνε σαν το κερί Μη γνωρίζοντας η μαύρη ποιον ν' αφήση ποιον να πάρη. Την τηρά αχαμνή ο πατέρας, γνοιάζεται το μυστικό της Και με τα ψαρέμματά του τώβγαλε 'ς τ' αχείλη της. Λέει στερνά: — Βουλιούμαι, κόρη, Κάστρον αψηλό να χτίσω Κι' αφ' τον ποταμό 'ς τη Χώρα το νερό χτιστό να φέρω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν