United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάννα, να φύγωμε», λέω στη γρηά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. — «Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαιΜέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει. — «Να μη κακιώνης άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της.

Ο ένας άξαφνα κάθεται τη νύχτα και δουλέβει, με τη λάμπα αναμμένη· ο άλλος πάλε σηκώνεται με τα χαράματα και τραγουδάει όλη μέρα· δεν είναι δυνατό οι δυο αφτοί να ζήσουνε στην ίδια κάμαρα. Όταν κανένας δε μου φαίνεται νάχη σωρό σωρό ιδέες ή τουλάχιστο τέτοιες ιδέες που ναξίζη να ξετάσης τι είπε και τι δεν είπε, αποφέβγω και γω τα βιβλία του.

Τότες είναι που ο Χρυσόστομος πήγε και στάθηκε ανάμεσα στο λαφιασμένο Ευνούχο και στους αγριεμένους στρατιώτες που αγωνιζόντανε να τονέ σύρουν από τάσυλό του, Σαββάτο μέρα· και την αυριανή είχε λειτουργία και διδαχή του ξακουσμένου ρήτορα.

το μέγαρο σκορπίσθηκαν, ως τρέχουν αγελάδαις όταν με κέντημα συχνό ταις συνταράσσ' η μύγα, 300 εις τον καιρό της άνοιξης, 'που 'ναι μεγάλ' η 'μέρα· και, ως χύνονται κυρτώνυχοι, κυρτόμυτοι, πετρίταις από τα όρητα πουλιά, κ', ενώ τούτ' αποφεύγουν τα νέφη, και όλα κρύβονταιτο σιάδι, τ' αφανίζουν άξαφνα εκείνοι, ώστε φυγή και αντίστασις δεν είναι· 305 καιτο κυνήγι οπού θωρούν οι άνδρες διασκεδάζουν· όμοιατο δώμα χύθηκαν εκείνοιτους μνηστήραις κ' εδώ κ' εκεί τους έκρουαν και αυτοί φρικτά βογγούσαν, ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα.

Και το θερίζει ο θάνατος άσπλαχνα κάθε 'μέρα· Νεκροταφείο έγεινε κι' αρρώστεια πέραπέρα. Το Μεσολόγγι...κλάψτε το! θα πέση, δεν βαστάει, Και κλάψετε μαζύ μ' αυτό και την Ελλάδα ακέρηα·ολίγο μόνη μέσα του η Δόξα θα γυρνάη, Η Δόξα, η αθάνατη 'σάν τα λαμπρά τ' αστέρια. — Ψωμί, μπαρούτι, βόλι, Ψωμί! — φωνάζουν όλοι Και δυο τους μένουν μοναχά, δυο απόφασαις να κάνουν.

Το σπιτάκι μου, τ' αρχοντικό μου που σφαλάγγι τώρα το χαίρεται ο Τουρτούρης όπως κι όλο το έχει μας. Έμπαινα κ' η καρδιά μου αναγάλλιαζε. Είχα τόσα χρόνια που τ' ωνειριαζόμουν ένα τέτοιο σπίτι. Για φαντάσου! Από τον καιρό που με πήρε νύφη μου το υποσκέθηκε ο μακαρίτης. — Θα κάμω ένα σπίτι έτσι κι αλλοιώς. Κ' εγώ το περίμενα μέρα σε μέρα· χρόνο με χρόνο. Το σπίτι το παλιό ήταν σαράβαλο.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ, επανερχόμενος. Ρωμαίε! Ο Μερκούτιος απέθανε, Ρωμαίε! Την γην την εβαρέθηκε πριν έλθη ο καιρός του, και η γενναία του ψυχή ανέβηκετα νέφη. ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι αρχή της συμφοράς η μαύρη τούτη 'μέρα· εδώ αρχίζει ο καϋμός κι’ αλλού θα τελειώση. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Να! λυσιασμένος έρχεται και πάλιν ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ. ΡΩΜΑΙΟΣ Α! ο Μερκούτιος νεκρός, και τούτος θριαμβεύει!

Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι κ' οι δυο ψαράδες ξύπνησαν απ' της δουλειάς την έννοια· εδιώξανε τον ύπνο τους κι αρχίσαν να 'μιλούνε: — Ψέμματα λένε, σύντροφε, πως τάχατες οι νύχτες το καλοκαίρ' είν' πλιο μικρές που μεγάλων' η 'μέρα· Εγώ είδα τόσα ονείρατα, κι ακόμα που να φέξη!... Μην τύχη κ' εγελάστηκα, για μάκρυναν οι ώρες; — Άδικα 'βρίζεις, γέρο μου, τώμορφο καλοκαίρι.

Τα κυττάει και μου λέει: «Ας έχης χάρι, Νικόλα παιδί μου, ούτε διακόσιες δραχμές δεν κάνουνε». Τι να κάνω; Πήρα τις διακόσιες δραχμές και του είπα και σπολλάτη. Και οι δεκάρες δεκάρες κάθε μέρα· έξη δραχμές το μήνα, εβδομηνταδυό δραχμές το χρόνο. Μια μέρα με φωνάζει και μου λέει: «Νικόλα παιδί μου, μου χρειάζονται τα λεφτά.

Πού και πού ερχότανε κι' ο Κυρ- Νικολάκης. — Αι! πώς τα πάμε, Κυρ-Νικολάκη, του λέω μια μέρα·Πώς να τα πάμε; Σαν τον κάβουρα. Κλεφτότοπος, παραλυσία. Χάλασαν κ' οι γυναίκες στον τόπο μας. Όλο εργολαβία και ξετσιπωσιά. «Η ανομία επληνθύνθη». Τον αγριοκύτταξα. Δεν άργησε να με καταλάβη. — Έννοια σου, παιδί μου. Δεν ανακατεύομαι πια. Εδώ που τα λέμε, ο Θεός μονάχα μας ακούει και τα ψηλά πλατάνια.