Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουλίου 2025


Λίγο χοντρούλα για σένα ίσως, αλλά δεν είναι επικίνδυνη, επειδή πέρασε τα τριάντα εδώ και καιρό….» «Στεφάνα, Στεφάνα», φώναξε κρατώντας τον πάντα ακίνητο και στρέφοντας το γελαστό του πρόσωπο προς την πόρτα, «άκου, εδώ έχουμε ένα μνηστήρα.» Η γυναίκα πρόβαλε, στα μαύρα, με πρησμένη την κοιλιά, πρησμένο το στήθος και το πρόσωπο αυστηρό όπως εκείνο μιας κυρίας.

Αν δοκίμαζε να το κάμη μόνο έτσι για να πειράξη το Σβεν, αυτός έβαζε τη φωνή: — Όχι, να μην ακούση, δεν κάνει νακούση. Κ' η μαμά έσπρωχνε τον μπαμπά, ώστε ο μικρός μπορούσε να της πη στο αυτί ό,τι ήθελε. Και τότε θριάμβευε ο Σβεν. — Βλέπεις, έλεγε. Δεν κάνει να το ακούσης. Κ' έπειτα έφευγε κρατώντας το χέρι της μαμάς και περιγελούσε τον μπαμπά.

Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Γυναίκα, τέτιο που ζητάς, δε θα σου πω όχι· κάλια 300 στο Δία να σηκώσουμε τα χέρια, αν μας πονέσειΕίπε, και την κελάρισσα προστάζει ναν του χύσει αγνό νερό στα χέρια του· κι' αφτή κοντά σιμώνει, τάσι στα διο τα χέρια της κρατώντας και λεγένι.

Γιατ' η γενιά των και των δυο κρατά απ' τον Ηρακλείδη και φθάνει λογαριάζοντας ως το στερνό Ηρακλέα. Όταν χορτάση πίνοντας το μυρωδάτο νέκταρ κ' έρχεται στης γυναίκας του να γύρη την αγκάλη, στον ένα τη φάρετρά του δίνει και το δοξάρι, στον άλλο δίνει το βαρύ με ρόζους ρόπαλό του. Κι αυτοί, κρατώντας τάρματα, τον φέρνουνε κ' οι δυο των το γυιό του Δία στην κάμαρα της ασπροπόδας Ήβης.

Η Νοέμι τον κοίταξε έκπληκτη κρατώντας την κουβέρτα στην αγκαλιά. «Για ποιο πράγμα;» «Που θα έρθει ο ντον Τζατσιντίνο. Θα δείτε, είναι καλό παιδί.» «Εσύ πού τον γνώρισες;» «Φαίνεται από το γράψιμο. Μπορεί να κάνει πολλά. Πρέπει όμως να του αγοράσουμε ένα άλογο…..» «Και σπιρούνια τότε!» «…. Σημασία έχει να συμφωνήσουν οι εξοχότητές σας. Αυτό είναι το σημαντικό

Εγώ να σου το κατεβάσω το σταφύλι. Αποθέτει χάμω το τουφέκι, κι ώσπου να γυρίσης να 'δης, βρέθηκε στο δέντρο απάνω. Κόβει το σταφύλι, και το πετάει στην ανοιγμένη ποδιά της. — Δε σκορπίστηκαν οι ρώγες, φωνάζει η μαζώχτρα αποκάτω, κρατώντας στο χέρι το κεχλιμπαρένιο τσαμπί αψηλά, αψηλά, και με ξέθαρρο γέλοιο δείχνοντας ταψεγάδιαστα δόντια της.

Μα σχοινί δεν ήταν πουθενά· η Χλόη όμως αφού έλυσε μια κορδέλα της τη δίνει στο γελαδάρη για να την ρίξη· κ' έτσι εκείνοι στεκάμενοι στην άκρη του λάκκου τραβούσαν κι' ο Δάφνης ανέβηκε κρατώντας την κορδέλα, που την έσερναν.

Είπε, κι' αφτός τους παραγιούς προστάζει και τις σκλάβες στο λιακωτό να βάλουνε κλινάρι, και να στρώσουν όμορφα κόκκινα χαλιά, ν' απλώσουν αντρομίδες, 645 κι' απάνου σκέπασμα σγουρές να βάλουνε φλοκάτες. Κι' έβγαιναν απ' τη σάλα αφτές στα χέρια φως κρατώντας, κι' αμέσωςκάνοντας γοργάτους στρώνουν διο κλινάρια.

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• «ω Κίρκη, πώς εσύ ζητείς εγώ να σου 'μαι πράος, 'που τους συντρόφους μώκαμεςτα μέγαρά σου χοίρους, κ' εμέ κρατώντας τώρα εδώ με προσκαλείς με δόλοτον θάλαμό σου, ν' αναιβώ την ιδική σου κλίνη, 340 όπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθώ, μου πάρης. ουδέ ποτέ θ' αναιβώ εγώ την ιδική σου κλίνη, αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο, ότι άλλο ενάντια μου κακό δεν θα σκεφθής κανένα».

Η γυναίκα τότε με την κλαψάρικη φωνή, μπήκε μέσα, κρατώντας στην αγκαλιά της, τυλιγμένο σ' ένα μαυροκόκκινο παλιό χράμι ένα παιδάκι, που μόλις φαίνουνταν έξω το κατάχλωμο σαν κερί κεφάλι του, με κλεισμένα μάτια.

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν