Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Τα πρόβατα και οι τράγοι αφίνουν τη βοσκή τους· κ' οι ορειάδες που τους αρέσει να σκαρφαλώνουν στις άφταστες κορφές των ολόισων βράχων κατεβαίνουν με τρεχάλα μακριά από το άσμα των ανεμόδαρτων πεύκων τους, ενώ οι δρυάδες σκύβουν από τα κλαδιά των δέντρων, που ανταμώνονται, και τα ποτάμια βουίζουν πένθιμα για την κάτασπρη Πρόκριδα σε πολυστέναχτα ρέμματα «γεμίζοντας από βουή τον απέραντον Ωκεανό».
Σταματήσαμε μπροστά στην καλύβα αποσταμένοι. Ωραία χειμωνιάτικη βραδιά. Η βροχή μας έλουσε όλη την ημέρα. Ο ουρανός απλόνουνταν απάνω από τα δίχως φύλλα κλαδιά των παμπάλαιων δέντρων μ' ένα κρούσταλλο διάφανο, βαμμένο σ' ανοιχτό μπλε.
Πλημμύρησε ολόγυρα, χύθηκε ανάμεσα σε κλαδιά, γλύστρησε στανοίγματα των παραθυριών, κατέβηκε από τις σαθρωμένες στέγες, πέρασε από τρύπες και χαραμάδες και μοίρασε από ένα γλυκό όνειρο σε κάθε κρεββάτι. Μονάχα στο στρώμα της όμορφης χήρας δεν μπόρεσε ναφήση το χάρισμά του. Καθώς γλύστρησε απ' τη σχισμάδα του παραθυριού, αντίκρυσε δυο μεγάλα μάτια, ορθάνοικτα, γεμάτα δάκρυα.
Είχε και καρπερό περβόλι η βάρδια, όπου εβλάστιζαν άπειρες συκιές, ήμερες στον καιρό τους. Μα τόρα πια ήταν αμελημένες κι ακλάδεφτες. Είχαν αγριέψει τα κλαδιά τους, κ' ήταν ξεβλασταριασμένες οι ρίζες τους. Πόδι αθρωπινό δεν είχε πατήσει τον παχύν τους ίσκιο· στόμα αθρωπινό δεν είχε δοκιμάσει τα χυμερά και κατάγλυκα σύκα τους. Της βάρδιας το στοιχειό τις αγριοσύκιζε κάθε τόσο.
Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας, συνάδελφος του Στάθη βοσκός, εξέφερε γνώμην ότι έπρεπε να πάρουν μέγα χονδρόν άγκιστρον, ωσάν αρπάγην, να το δέσουν εις την άκραν του σχοινίου, και εις το άγκιστρον επάνω να περάσουν κλαδιά και χόρτα και βλαστάρια, και διά του δολώματος τούτου να εφελκύσουν τας δυο αίγας, ώστε, ενώ αύται θα εμασούσαν την ορεκτικήν τρυφεράν βοσκήν, το οξύ ακονημένον άγκιστρον θα ήτο πιθανόν να χωθή μέσα εις το κατωσάγωνον της μιας και της άλλης γίδας, και τότε, αιματωμένας μεν, αλλά σωσμένος, θα τας ετραβούσαν επάνω.
Ως που τ' αστέρια τ' ουρανού το μεσονύχτι δείχνουν, Και τότες οι χοροί χαλνούν, σκορπάν οι δουλευτάδες. Στρώνουν για στρώματα κλαδιά κι' αποσταμένοι γέρνουν. Κ' εκεί που σβύνονται η φωτιές έρμες ανάρια ανάρια, Το νυχτοπούλι τ' άγρυπνο γλυκά τους νανουρίζει, Ως που να σκάση ο αυγερινός, που θα ξυπνήσουν πάλι, Πάλι στο έργο τους να μπουν, στον ζηλεμμένον τρύγο.
Σε θωρώ: στο γαλάζιο αιθέρα απλώνεις ατάραχα τα πράσινα κλαδιά, απ την κορφή ως το χώμα που ριζώνεις βαθιά του ηλιού βυζαίνεις τη χαρά. Τετράψηλο, πλατύ, βαθυσκιωμένο στου ποταμού την άκρη, σοβαρό, από την πιο ελαφρή πνοή αγγισμένο ψιθυρίζεις γλυκά σαν το νερό.
Μια κατακόκκινη τριανταφυλλιά της είπε τότε: — Εγώ θα της χαρίσω τα μάγουλά της. Μια ανθισμένη βυσσινιά έσκυψε τα κλαδιά της και της είπε στο αυτί: — Κ' εγώ τα χειλάκια της. Ένα λευκό κρίνο περήφανο είπε: — Κ' εγώ με τα φύλλα μου θα πλάσω το κορμάκι της. Τα διαμάντια και τα ζαφείρια από τα φιδωτά δρομαλάκια της είπαν: — Εμείς θα της χαρίσωμε δυο μάτια, που θα λάμπουν περισσότερο από μας.
Ενίοτε από υψηλόν τινα θάμνον κατέπιπτε μετά τριγμού και κρότου, αποσπωμένη από τα κλαδία, τολύπη τις χιόνος, θωπεύουσα δροσιστικώς τους οφθαλμούς και τα μέτωπα των δύο νυκτοβατών.
Κι ο λαός όλος με κλαδιά στεφανωμένος της ικεσίας στην αγοράν εσυμμαζεύθη, σιμά στους ναούς της Αθηνάς και του Ισμηνίου Απόλλωνος τον μαντικόν βωμόν° η πόλις βλέπεις πώς συνταράζεται και να σηκώση κεφάλι από τον κόκκινο των βυθών σάλον δεν ημπορεί° και φθείρονται οι βλαστοί της μάνας γης και ψοφούν ανάριθμα βωδιών κοπάδια και πεθαμένα τα παιδιά γεννοβολούνε οι μανάδες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν