United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις ο παππά Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω φύλλον της θύρας διά να γείνη το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και εξηπλώθη εις τον καναπέν.

Θα τον πάρω κάτω στο ακρογιάλι απόψε το βράδι, όταν θα κοιμούνται όλοι. Είναι μια μικρή πάλη. Κ' έτσι δε θα σε βασανίζω πια όπως το έκαμα έως τώρα. Μπήκα μπροστά της και με όση δύναμη είχανε τα χέρια μου την κάθησα με βία στον καναπέ. — Περίμενε, είπα, περίμενε! Δεν το ξέρεις και συ τι κάνεις. Μα εκείνη μου απάντησε μονάχα: — Θα είναι δυστυχία και των δυο μας, αν μ' εμποδίσης.

Ο καπετάν-Θοδωρής, καθήμενος εις τον καναπέ και ροφών τον ναργιλέ του τον πεφιλημένον, τον οποίον του ημπόδισαν οι ιατροίέκαμνε κατάχρησιν τας ημέρας εκείναςόλος χαρά και αγαλλίασις, ο υπερήφανος και ευγενής γέρων καπετάνιος, έβλεπε τον μέγαν χορόν, όστις εκλόνιζεν εκ θεμελίων την οικίαν όλην· κ' έτριζε το πάτωμα το καινουργές, κ' έτριζον τ' αγγειοπλαστικά κομψοτεχνήματα, ποτήρια και πινάκια επί των μακρών αραφίων.

Και πάντοτ' ενθυμούμαι την ώραν εκείνην την αδελφήν του να κάθεται εις τον καναπέ και να πλέκη: Και τον Αντωνέλλον να ρίπτη μια ματιά εις τον δρόμον και μια εις την αδελφήν του, ενώ εκρατούσε πάντοτε μια μικρή αξίνη, ή κανένα χονδροψάλλιδο με το οποίον εκαθάριζε τα δένδρα του κήπου των.

Ύστερα τα ξανάκλεισε πάλι. — Τίποτε. Δε σε φώναξα... Η Ασημίνα ένοιωθε πως δεν μπορούσε να βαστάξη πια. Έχανε τον κόσμο. Σηκώθηκε σιγά-σιγά, σκούντηξε τον Βαγγέλη να σηκωθή κ' έπεσε στον καναπέ. Ο Βαγγέλης σηκώθηκε και τρίβοντας τα μάτια του πήγε κ' έκατσε κοντά στον άρρωστο. — Εσύ 'σαι, Βαγγέλη; — Εγώ, Γιώργη. — Να βρέξω το στόμα μου... λίγο νεράκι..

Ώστε δεν είναι δικό τους λάθος, είπε ο Μαρτίνος. Οι περισσότεροι πονταδόροι, που δεν καταλαβαίνανε τίποτε απ' αυτά τα λόγια, πίνανε· κι' ο Μαρτίνος συζήτησε με το σοφό, κι' ο Αγαθούλης διηγήθηκε μερικές του περιπέτειες στην οικοδέσποινα. Μετά το δείπνο, η Μαρκησία οδήγησε τον Αγαθούλη στην κάμαρά της και τον έβαλε να καθίση σ' έναν καναπέ.

Με τα χέρια ενωμένα, μπήκαν στο δωμάτιο των γυναικών. Η μητέρα και η κόρη, καθισμένες σ' έναν καναπέ, κεντούσαν με χρυσή κλωστή ένα πλούσιο ύφασμα της Αγγλίας και τραγουδούσαν κάποιον παληό σκοπό: έλεγαν πώς η ωραία Δοέττη, καθισμένη στον άνεμο κάτω από τον άσπρο βάτο, πεθυμάει και περιμένει το φίλο της, το Ντον, που τόσο πολύ αργεί νάρθη.

Οδηγεί τον Αγαθούλη από μια σκάλα κρυφή σε μια χρυσή σάλλα, τον αφήνει πάνω σ' έναν καναπέ από πολύχρωμο μεταξόπανο, κλει την πόρτα και φεύγει. Ο Αγαθούλης νόμιζε, πως ονειρευότανε και του φαινόταν η όλη του προτητερινή ζωή ένα όνειρο θανατερό και η τωρινή στιγμή ένα όνειρο γλυκό. Η γριά ξαναφάνηκε σε λίγο.

Ο Βέρθερος ετέντωνε προς αυτήν τα χέρια, δεν τολμούσε να την εμποδίση. Ήταν ξαπλωμένος κατά γης με το κεφάλι επάνω στον καναπέ και έμεινε σ' αυτή τη θέση περισσότερο από μισή ώρα, έως ότου ένας θόρυβος τον έφερε στον εαυτό του. Ήταν η υπηρέτρια, που ήρθε να στρώση το τραπέζι.

Κάθισε στον καναπέ, ακκούμπησε στο χέρι το κεφάλι της και κύτταξε γύρω τα σωθέματα μ' ευχάριστο ξάφνισμα. Αντίκρυ το κρεββάτι ασπροντυμένο έμοιαζε μ' ανθισμένο αγιόκλημα. Σε μιαν άκρη ήταν στημένος αργαλειός με μισοϋφασμένο παννί και δίπλα η ανέμη έτοιμη να μασουρίση χρυσόγνεμα. Στον τοίχο κρεμόταν το δοξάρι και μια κιθάρα.