Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Και επέστρεψεν εις το λογιστήριόν του. — Μα κ' εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου, μου έφαγε δυο τάλλαρα θαρρώ . . . Και ωπλίσθη με το πελώριον κατάστιχόν του. — Είνε δίκηο να τα κρατήσω . . . εσένα όσα σου δώσω, θα σου φανούν χάρισμα. Ήνοιξε το κατάστιχον. Αι κατάπυκνοι και μυροβολούσαι σελίδες του καταστίχου τούτου ωμοίαζον με πίονας αγρούς, με γην αγαθήν.
Της μάννας σου, πούναι άπιαστη, πούναι στουρνάρι η γνώμη, της Ήρας, που κι' ο λόγος μου με κόπο τη δαμάζει, απ' τις ορμήνιες της θαρρώ αφτά πως τα παθαίνεις. Μα ας είναι τώρα, πιο πολύ να μου πονάς δε θέλω· 895 παιδί μου σ' έχω, η μάννα σου σε γέννησε μαζί μου. Μα αν είσουν άλλου γιος θεού σαν πούσαι διαστρεμένος, θάσουν καιρό στα τάρταρα πιο κάτου απ' τους Τιτάνους.»
Τίποτα δε θα καταφέρουνε κι όλα του βρόντου. Κ' έτσι θαρρώ πως του κάκου πολεμούνε και του κάκου γράφουνε πολλοί, που τυχαίνει κάποτε να δω τα ονόματά τους και τη μισή τους ή ανακατεμένη γλώσσα σε κάτι περιοδικά· ο Κουρτίδης, ο Βώκος, ο Καμπάνης, ο Ν. Ροντάκης — «από την Πόλι», με ι — και κάτι άλλοι. Δε λέω πια τίποτις για το Διόνυσο . Είναι τόντις σα λύσσα, ξαφρισμένη τα γραψίματά του.
Έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μια φωνή μεγάλη «Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι, αλόγων 'μερωτάδες! Βρήκα τον πρώτο απ' τους οχτρούς! Πολύ δε θα βαστάξει θαρρώ στη γοργοσαϊτιά, αλήθια αν ο αφέντης του Δία ο γιος με σήκωσε, όταν ναρθώ κινούσα!» 105 Έτσι είπε και παινέφτηκε.
Τι τώρα πια θαρρώ ο Πηλιάς μια και καλή απ' τον κόσμο πως πέθανε, ή κι' αν καψοζεί λιγάκι, πως στενάζει, 335 σπασμένος απ' τα γερατιά και καρτερώντας πάντα μάβρα μαντάτα, όταν του πουν το πως με πήρε ο χάρος.» Είπε θρηνώντας, κι' έκλαιγαν κι' οι προεστοί κατόπι θυμάμενοι όσα αφήκανε στον πύργο του ο καθένας.
Ο κουρήτος έτριξε πάλι· και θαρρώ πώς θα μας εχάλασε το σαλάδο . Αλλά το σαλάδο τη επαύριον, κατεβροχθίζετο υπό τας επευφημίας όλου του τσούρμου, και αυτού του γέρω-Μπούμπα, ενός ιδιότρόπου ναύτου, εις τον οποίον τίποτε δεν ήρεσκε, και όλο και εμάλωνε, πότε με την βελόναν του και πότε με τη νιτσεράδα του, όταν δεν εύρισκεν εμπρός του τον μικρόν καμαρώτον, να πιασθή μαζί του.
Οι οδόντες του έλαμπον, και οι δάκτυλοι των ποδών του πατώντες ελαφρά επί των μαύρων πλακών, υπεβάσταζον το σώμα του, το οποίον είχεν ευκαμψίαν πιθήκου, η δε μορφή του απάθειαν μομίας. — «Πού είνε;» ηρώτησεν ο Τετράρχης. Ο Μαναή απήντησεν, δεικνύων διά του αντίχειρος έν αντικείμενον όπισθέν των. — Πάντα, εκεί! — Θαρρώ πως τον άκουσα!
Ποσάκις μόλις είδα την ημέραν επόθησα του Σύμπαντος την σφαίραν εις άμορφον σωρόν να μεταβάλλω κι' επάνω εις ερείπια να ψάλλω. Και άλλοτε 'στούς τοίχους μου σαν είδα να τρέχη σιχαμένη κατσαρίδα, κι' ετόλμησα κι' εγώ να την σκοτώσω ποσάκις δεν την έκλαυσα και πόσο! Όλα θαρρώ πως κλαίνε και τους καϋμούς των λένε.
Τα περασμένα ποθιτά συχνά στο νου μου φέρω, Και στερεμένος, απορώ, κι' εγώ πώς υποφέρω. Θαρρώ κι' η μόνη παντοχή να τ' απολάψω πάλι, Ως τώρα μου διαφύλαξαν τη γνώσι στο κεφάλι. Τι ανίσως και δεν ήλπιζα τα πρώτα ν' αποχτήσω, Το νου μου ως τώρα, αδύνατο, εγώ να τον ορίσω. Αηδώνια, βρύσες, κρύα νερά, της γης η πρασινάδα, Μακριά από σένα, Φύλλι μου, δεν έχουν νοστιμάδα.
— Με το συμπάθειο, αφέντη μου Προεστέ, αντισκόβει ο Σφακιανός, κρίμα θα είνε να μην τα πούμε της ευγενείας του όλα καταπώς έγιναν. Θα πης του τα δηγήθηκα γω στα ταξίδια μας άκρες μέσες· μα τεριάζει, θαρρώ, πρι νάρθης στο μεταγύρισμά τους εκείνο, να πούμε τι δρόμο πήρε η δουλειά τω Σφακιών. — Και ποίος είτανε μαθές εκειδά να μας τα καλοπή. — Εγώ είμουν εκεί, αναπετιέται και φωνάζει ο Σφακιανός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν