Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Μια ώρα τριγυρίζω εδώ πέρα, κι' εγώ θαρρώ πως είμαι όλη 'μέρα. Για σας οπού πηδάτε 'στο χορό, περνούνε και η ώραις 'στο φτερό. Για το φτωχό φαντάρο που φυλάγει, θαρρείς πως και η ώρα 'πίσω 'πάγει. 'Στον πόλεμο να ήσαι και να κρυώνης, καθόλου δεν σε μέλει, δεν θυμόνεις. Μα να χορεύη όλη η Ελλάς, και συ με τόσο κρύο να φυλάς; Όρσε λοιπόν εις όλο το ντουνιά, τον άδικο, τον ψεύτη, το φονιά.
Εγώ τώρα τη ζωή μου τη βλέπω σκλαβωμένη Η αληθινή ευτυχία ήταν της παληάς μου ζωής. Για μεγάλα γλέντια, μάλιστα! Θαρρώ πώς η μητέρα έχει δίκηο. Να είμαι τρελλός για την Ελένη, τη μόνη γυναίκα που αληθινά αγάπησα, τη γυναίκα που ήταν, πούβλεπε, που αισθάνουνταν τη ζωή, όπως εγώ και να παντρευθώ με τη Μαρία. Αδυναμία χαρακτήρος!
Ο δούλος του, ο νεαρός Λούκιος ανακρούει κατ' αίτησίν του μέλος τι, αλλά κεκμηκώς κλείει εντός ολίγου τα βλέφαρα και αποκοιμάται. Τότε εις την τρέμουσαν λάμψιν του σβεννυμένου δαυλού, εμφανίζεται του Καίσαρος η σκιά· Θαμπά που καίει ο δαυλός... Ποιος είναι που εμβαίνει;... Είναι τα 'μάτια μου θαρρώ τα αδυνατισμένα που πλάττουν τούτο το φρικτόν το φάντασμα εμπρός μου!
Ο παπά Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχαν όλοι για πεθαμμένον, που η γυναίκα του τού έκαμε τα τρίμερα και τα νιάμερα, και ο Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς ήταν σταυρωμένο με της σταφίδες και με τα ρόιδα και το επήγαινε εις τον πλακωμένον κ' έτρωγε, δεν ξέρω πόσαις μέραις, κι' ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν απέθανε, κ' εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν, δεν είνε αλήθεια αυτό παπά;
Ο Παλαμάς έγραψε την ακέρια δημοτική πολλές φορές· ο Καρκαβίτσας προσπαθεί να τη γράψη, και να συγκρίνης τους δασκαλισμούς του με τους δασκαλισμούς του Βώκου, του Κουρτίδη, του Διόνυσου κι όσων είπαμε, θα φωνάζης πως ο Καρκαβίτσας μιλεί σα σωστός βαρκάρης. Ο Καρκαβίτσας ωςτόσο ακόμα θαρρώ δεν καλομπήκε στο νόημα, γιατί του έρχεται σα δύσκολο να γράφη αλάθεφτα τη δημοτική.
— Κοιμώνται, είπεν ο Πρωτόγυφτος χωρίς να διστάση. — Θαρρώ κάποιος είν' εκεί έξυπνος, είπε πάλιν ο ξένος, διότι είχεν ιδεί τα κινήματα του Μάχτου. Ο Μάχτος είχεν ανακαθίσει επί του στρώματος και ηκροάτο ανυπομόνως. — Και αν είνε έξυπνος, θα κοιμηθή, απήντησεν ανενδοιάστως ο Πρωτόγυφτος. — Και αν δεν κοιμηθή, τι; είπεν άλλος εκ των έξω της θύρας.
ΙΩΝ Και το παιδί που έρριψε βλέπει το φως ακόμη; ΚΡΕΟΥΣΑ Κανείς δεν ξέρει• τούτο νά, γυρεύω απ' το μαντείο. ΙΩΝ Κι' αν δεν υπάρχη το παιδί, με ποιόν εχάθη τρόπο; ΚΡΕΟΥΣΑ Το δύστυχο! θεριά θαρρώ θα τόχουν σκοτωμένο. ΙΩΝ Υπάρχει κάποιο γνώρισμα για νάχη τέτοιο φόβο; ΚΡΕΟΥΣΑ Επήγ' εκεί που το 'ριψε και δεν το ξαναβρήκε. ΙΩΝ Ευρήκε από το αίμα του σταλαγματιές στο χώμα;
Και χάμου τον πετάει μπροστά στα πόδια του και κράζει 190 «Δικός μου, αδρέφια μου, ο λαχνός! Και τόχω εγώ μεγάλη χαρά, γιατί τον Έχτορα θαρρώ θαν τον νικήσω.
Εγώ θα σου πω τάχα ποτέ μου πως δεν είναι αδέρφια όλοι του κόσμου οι λαοί; Μήπως δεν το ξέρουμε πως ο καθένας κάτι μαθαίνει, κάτι χαρίζει του αλλουνού; Ίσα ίσα γι' αφτό, παιδί μου, προτού να μιλής, προτού να μας κάμης τον περήφανο, θαρρώ πως πρέπει να γυρέψης να δης τι κρύβγει μέσαθέ του ο δικός σου ο λαός, που δεν το σκάλιξες ως τώρα, και τότες πια να καταλάβης αν από το λαό το δικό σου δεν μπορεί να ξανοίξη ο νους, να πολλαπλασιαστή, που λες, κ' η ψυχή των αλλωνώνε.
Εγώ θαρρώ πως λιποθυμά, γιατί προσευχή τόσο κακή σαν τη δική του, δεν είναι για ύπνο. Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας πάμε κοντά του. Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ξύπνα, ξύπνα, κύριε, 'μίλησέ μας. Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Δεν ακούς, κύριε; Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Το χέρι του θανάτου είναι απάνω του. Ακούσατε! Τα τύμπανα ξυπνούν μεγαλοπρεπώς τους στρατιώτας. Ας τον φέρωμεν εις το φυλακείον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν