Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Φοβάται το χιόνι ο παπάς. Από τη χρονιά που ήλθε και τον έκλεισε το χιόνι, έκοψαν τη γιορτή. Ούτε άλλος κανένας άνθρωπος ήρθε. Ούτε η θεια Μυγδαλίτσα. Και δεν έχομε και λίγο λάδι ν' ανάψουμε τα κανδήλια. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι όσο να βράση το φαή. Εσύ, μικρέ, να κάμης ένα καλό τζουρβά. Θα φάμε τα μεσάνυχτα. Χριστούγεννα τα λένε αυτά. Τι λες Κουτσογεώργη;

Κ' η στερνή του, λέει, η βίζιτα είταν παράδεισος μέσα σε κείνο το «μπουντουάρ». Εχτές, λέει, είχε άλλο κυνήγι και δεν μπορούσε να πάη, και του ήρθε ένα γράμμαόλο φωτιά και θυμός. Κ' είναι έτοιμος, λέει, και να το δείξη το γράμμα του πλαγινού του, αν δεν το πιστεύη.

Θυμούμαι τις γιορτές με τις γιρλάντες τάνθη, τους στίχους, τις φράουλες και το κρασί, τους μακρινούς ήσυχους περίπατους στο δάσος των ελατιών, που ανοιγότανε σ' ένα ηλιοφωτισμένο φιόρδ και θυμούμαι το βαρκάρη, που μας συνόδευε στις θαλασσινές εκδρομές και το πρόσωπό του με τα ψαρά γένια γελούσε μ' όλους μας. Τι σύντομο που είταν αυτό το καλοκαίρι και πόσο γλήγορα ήρθε ο χειμώνας!

Τριστάνε, αγαπημένε ώμορφε φίλε, όταν ο Μόρχολτ ήρθε στον τόπο μας για ν' αρπάξη τα παιδιά μας, κανένας από τους βαρώνους μας δεν ετόλμησε να ζώση τ' άρματα, κι' όλοι, σαν τους μουγγούς, έμεναν αμίλητοι. Και μοναχά συ, Τριστάνε, πολέμησες για όλους μας, για όλη την Κορνουάλλη, και σκότωσες το Μόρχολτ. Και λίγο έλειψε να πεθάνης από της πληγές που σούδωκε με το φαρμακωμένο σπαθί του.

Τότε έτσι εκείνος κοίταξε σωπώντας το παιδί του με θλιβερό χαμόγελο· κι' η όμορφη Αντρομάχη 405 ήρθε κλαμένη, τούπιασε σφιχτά το χέρι κι' είπε «Καημένε, αχ το φιλότιμο θα σ' αφανίσει.

Και πρώτη φορά ένα μαγνητικό ρευστό χύθηκε απ' άκρη σ' άκρη στο κορμί της και φούντωσε το αίμα της. Για μια στιγμή της ήρθε λιγοψυχιά. Ο ανασασμός της έγινε δύσκολος· τα μέλη της βάρυναν και χαλαρώθηκαν. Έμοιαζε ολόγυμνο κορμί παραδομένο στου ήλιου τα φλογερά φιλήματα.

Η θεια μπορεί να κάνη και χωρίς αυτήνα . . . Λαχάνιασε για να πη αυτά τα λίγα λόγια και τα μάτια της κύτταζαν τον Νίκο σαν να του ζητούσανε συγχώρηση. -Λιόλια τη λεν ; -είπε μοναχά ο Νίκος. Τι γλυκό που ακούστηκε τόνομ' αυτό απ’ το στόμα του και σα με μιαν απήχηση πίσω του τόσο που ξαφνίστηκε κι ο ίδιος... Τάσπρα μάτια. Έτσι λοιπόν ήρθε η θεια Ελέγκω κ’ έφερε τη Λιόλια.

Και όπως εκαθόταν συμμαζωμένη, με τα μάτια στυλωμένα πέρα, δεν έκανε τη μισητή εντύπωσι που ταιριάζει στο είδος της. Έμοιαζε καλονοικοκυρά βγαλμένη στην πόρτα να προσμείνη τον άντρα της. Μου ήρθε όρεξις να παίξω με το πουλί και άρχισα να το προγγάω, κινώντας χέρια και πόδια: — Ξιξιξί!... ξιξιξί!... — Τι κάνεις αυτού, μωρέ! μου φωνάζει ο καπετάνιος. — Μια κουκουβάγια κάθεται στην κόφα.

Έτσι θρηνούσε, κι' έπειτα βογγούσανε οι γυναίκες. Τότε η Εκάβη δέφτερη τα μοιρολόγια στήνει «Έχτορα, εσύ των σπλάχνων μου το λατρεφτό βλαστάρι, είχες και πρώτα των θεών σα ζούσες την αγάπη, μα και στου χάρου σου έπειτα σε φρόντισαν την ώρα. 750 Τι τ' άλλα μου παιδιά ο γοργός σαν τάπιανε Αχιλέας, αντίκρυτον ψαρύ γιαλό περνώνταςτα πουλούσε, στη Νίμπρο ή Λήμνο ή στο νησί της πεφκωμένης Σάμος· μα εσένα σα σε σκότωσε με τ' άπονο κοντάρι, όλο τριγύρω σ' έσερνε στου βλάμη του τον τάφο 755 που τούσφαξες... μα τάχα τι, μην τον ανάστησε έτσι;.... μα κοίτεσαι όμως δροσερός κι' απείραχτος στον πύργο, σαν κάπιος που ο δοξαριστής λες ήρθε γιος του Δία και σπίτι του τον θέρισε με τις πυκνές σαΐτες

Το κεφάλι μου αργοκυλώντας μέσ' από τα σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ήρθε και άρραξε στην ακρογιαλιά κ' εβγήκαν οι νιές περδικοστήθες, με τα κίτρινα φακιόλια και τα λαμπρά γκόλφια τους, και ήρθαν τα λεβεντόπαιδα με τα τσόχινα βρακιά και τα πλατειά ζωνάρια τους, μ' εκύταζαν κ' έλεγαν με απορία: Τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Ήρθαν μαζί οι φίλοι και οι συγγενείς, μ' έβλεπαν κ' εκείνοι κ' ερωτούσαν κ έλεγαν: Τάχα τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Εγώ τους άκουα κ' εστενοχωριόμουν που δεν μ' εγνώριζαν κ' ήθελα να τους φωνάξω: — Δικό μου είνε, του Καληώρα, του βλάμη σας· και πώς δεν το γνωρίζετε; Εμένα με γνωρίζουν οι στράτες και τα διάβατα, με τρέμουν τα βαγένια και τα καπηλειά.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν