Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Κι' εκείνος σα λιοντάρι λες βγαίνει όξω απ' την καλύβα, όχι μονάχος, πάγαιναν διο παραγιοί μαζί του, ο Αφτομέδος κι' Άλκιμος, οι διο τους π' αγαπούσε πιο απ' όλους, τώρα ο Πάτροκλος που τούχε πια πεθάνει. 575 Αφτοί ξεζέβουν τ' άλογα κι' ακούραστα μουλάρια και μπάζουν τον τρανόφωνο κράχτη του γέρου μέσα, του λεν να κάτσει, κι' έπειτα απ' το πανώριο κάρο παίρνουν την πλούσια ξαγορά του φημισμένου Εχτόρου.
Διό επανελάμβανε γελώσα και πηδώσα προ του αδελφού της, ενώ η πλούσια κόμη της εκυματούτο εις τον άνεμον — Και περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι άλλο φιλημένο!. . . Αίφνης ο Γιάννος της ήρπασεν από χαμαί την χρυσήν κτέναν των μαλλίων της η οποία της έπεσεν όταν επήδα. — Δος μου την, Γιάννο μ', δος μου την είπεν τείνουσα τας χείρας.
Δεν ανέφερε το ποσόν των χρημάτων, δι' όσα ήτο η συναλλαγματική. Ο παππα-Δημήτρης παρατηρήσας το πράγμα, εξέφερε την εικασίαν, ότι ο γράψας την επιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ότι είχεν ορίσει το ποσόν των χρημάτων παραπάνω, ενόμισε περιττόν να το επαναλάβη παρακατιών, διό και έλεγε «του ποσού αυτού». Εν τούτοις άφατος ήτο η χαρά της Αχτίτσας, λαβούσης μετά τόσα έτη ειδήσεις περί του υιού της.
Ο Φρουμέντιος ήτο οξύθυμος ως γνήσιος απόγονος του Βιτικίνδου και ρωμαλέος ως Γερμανός καλόγηρος, ειθισμένος να μεταχειρίζεται τους γρόνθους ως επιχειρήματα κατά πάσαν συζήτησιν, έστω και θεολογικήν. Διό μη χρονοτριβήσας εις περιττάς εξηγήσεις εδράξατο του σχοινιού της ζώνης, το οποίον ήρχισε να υψούται και να καταπίπτη ραγδαίως επί των νώτων του αθλίου Κορβίνου.
Τότε ο λεβέντης Έχτορας της απαντάει διο λόγια «Μη με κερνάς καρδόγλυκο κρασί, καλή μου μάννα, μη μ' αποστάσεις κι' όρεξη δεν έχω πια για μάχη. 265 Σκιάζουμαι κιόλας μ' άνιφτα τα χέρια το φλογάτο κρασί στο μαβροσύγνεφο να στάξω γιο του Κρόνου· μήτε π' ακούστηκε ποτές παράκλησες του Δία να κάνεις μες στα αίματα χωμένος και στη λέρα.
Διό λαβόντες, κατά την καλογηρικήν συνήθειαν, το άκρον του ράσου μεταξύ των οδόντων ώρμησαν κατά της πολυπαθούς ημών ηρωίδος.
Πάντα αλαφρόμιαλοι είναι οι νιοί, μα μ' όσους τύχει ο γέρος, ο γέρος βλέπει πίσω του, βλέπει κι' ομπρός του ο γέρος, πώς πιο καλύτερα η δουλιά να βγει και για τους διο τους.» 110 Είπε, κι' εκείνοι χάρηκαν, οι Δαναοί κι' οι Τρώες, με την ολπίδα απ' τους σκληρούς πολέμους να γλυτώσουν.
Έτσι έρχουμαι στα πόδια σου να πέσω τώρα, αν θέλεις του γοργοπέθαντου μου γιου ασπίδα ναν του δώκεις, τσαπράζα, και τουσλούκια διο με τεριαστά θηλύκια, και κράνος· τι όσα αν είχε πριν, παν ο πιστός του βλάμης 460 τού τάχασε, κι' αφτός βογγάει με δίχως όπλα χάμου.» Τότε ο πιδέξος απαντάει και ξακουστός τεχνίτης «Έννια σου, Θέτη· συλλογή αφτό μην τόχει ο νους σου.
Και τρέχει ομπρός απ' τη γραμμή των καλυβιών και πλοίων, 220 και με τη χέρα τη βαριά βαστούσε τη φλοκάτα, μεγάλη κοκκινόβαφη, και πήγε στάθη απάνου στο μελανό φαρδόσκαφο καράβι του Δυσσέα, πούταν στη μέση για ν' ακούν καλά απ' τα διο τα μέρη. 223 Χούγιαξε εκείθες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη 227 «Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, φανταχτεροί ζορμπάδες!
Και σαν τους είδε πούσβυναν στο μοιρολόϊ ο Δίας 340 τους πόνεσε και λέει εφτύς της Αθήνας διο λόγια «Παιδί μου, πάει τον αφίσες στην τύχη τέτιονε άντρα· ή δε σ' τ' αγγίζει πια σταλιά τα σπλάχνα ο Αχιλέας; Μα δες τον! τώρα εκεί μπροστά στ' ορθόπλωρο καράβι κάθεται και μοιρολογάει το βλάμη, κι' όλοι οι άλλοι 345 πήγαν να φαν, μα νηστικός αφτός και διψασμένος. «Μα σύρε στάξ' του αθάνατο νερό στα στήθια μέσα εκεί που κλαίει, για να μπορεί στην πείνα να βαστάξει.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν