Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Ο Έφις προσπάθησε να την προσπεράσει, αλλά η γριά άρχισε να μιλάει δυνατά και αναγκάστηκε να σταματήσει για να την ακούσει. «Λοιπόν, τι σου έκανα; Επειδή τα παιδιά αγαπιούνται, εμείς οι γέροι πρέπει να μισούμε ο ένας τον άλλο;» «Βιάζομαι, κυρά Ποτόι.» «Το ξέρω, έχετε φασαρίες στο σπίτι. Δεν φταίω όμως εγώ. Εγώ είμαι η χαμένη σ’ αυτή την περίπτωση.
Μείνανε μερική ώρα όλοι τους αμίλητοι, όλοι στεκάμενοι ο ένας αντίκρυ του άλλου, μες στο χαμώγι. Κι ότι σάλευε ο Πανάγος τ' αχείλι του κάτι να πη, κάτι να μουρμουρίση, χτυπάει αποπάνω η γριά — είταν ανήμπορη αυτή κ' έμενε σπίτι — και φωνάζει πως να μην κρυώση ο καφές. Ανέβηκαν, κι άλλαξαν ομιλία. Ελιές, μαζώματα, λαγούς, κάστανα, κυνήγι, Τούρκους, τουφεκιές, μπαλλοτές, κ' έτσι πέρασε κάμποση ώρα.
Δεν τη βλέπω την κερά μας απόψε στο μαγερειό. Δυο και μοναχές παραστέκουνται στις φουβούδες, η γριά η παρακόρη, και το δεύτερό τους κορίτσι. Το μεγαλήτερο το κορίτσι τους θα το βρούμε απάνω, στ' αγαπητά της παράθυρα. Η γριά η παρακόρη που βλέπεις, είναι τώρα χρόνια που ήρθε σ' αυτό το σπίτι από αντικρυνό χωριουδάκι. Πρέπει να είδε κ' έπαθε πολλά στον καιρό της.
Όλη η μικρή συντροφιά δέχτηκε αυτό το σχέδιο, κι' ο καθένας αρχίνησε να εξασκή τα ταλέντα του. Η Κυνογόνδη αληθινά πολύ άσκημη, μα γίνηκε μια έξοχη ζαχαροπλάστισα. Η Πακέττα κεντούσε κι' η γριά φρόντιζε για τ' ασπρόρρουχα. Ως κι' αυτός ο αδερφός Γαρουφάλης δούλευε.
— Δος μου το πρόσφορο κι' τ' άναμα, ευλογημένη! της είπε. Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά, και τ' ανάμα, που τα είχε μαζύ στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες μέσα από μια κασσέλα κι' ανοίγοντας τη θύρα του δωματίου της, του τάδωκε όλα του παπά, ρωτώντας: — Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;
— Σ' υγεία, κυρά! Να καλοδεχτής! Και χρόνους πολλούς σαν αύριο... είπε ο παπάς και τράβησε την πρώτη ρουφησιά. — Ευχαριστώ, δέσποτα μ', είπε η γριά ξέκαρδα, καλή ιερωσύνη και καλόν παράδεισο... Ο παπάς, μη γνωρίζοντας, πού ναποδώση τη στενοχώρια της γριάς, τη ρώτησε: — Τ' έπαθες κι' είσαι έτσι χολιασμένη; — Τι να μην είμαι, παπά μου! του απολογήθηκε η γριά. Το ξέρ'ς.
Καλά λεν οι δασκαλευούμενοι: «τα έν οίκω μη εν δήμω !» Τι λαιμός ήτον εκείνος σαν καμμιάς αρρωστημένης γαλοπούλας μέσ' απ’ την άσπρη νυχτικιά που της έλειπε το κουμπί! τι σακκούλες κρεμαστές κάτω απ’ τα μάτια ! τι χρώμα σαν το κυδώνι ! άφησε πια το μισοφόρι, ο Θεός να το κάνη ροζ, με τον ξηλωμένο φαρμπαλλά που έσταζε απ’ τη λέρα. . κι αποκάτω τα κατσάρια! . . . -Καλέ τί πάθατε, Κυρ Νίκο μου! στρίγγλισε η γριά συφορά.
Η γριά Ποτόι, όρθια στο κατώφλι του σπιτιού της, κοίταζε ακουμπισμένη με το ένα χέρι στον τοίχο και το άλλο πάνω από τα μάτια. Έμοιαζε με χούφταλο, μικροκαμωμένη, με τα κοσμήματά της ακόμη πιο φανταχτερά και πένθιμα επάνω στο σκελετωμένο σώμα της. «Τι κάνετε;», χαιρέτησε ο ντον Πρέντου. «Περιμένω την Γκριζέντα μου που πήγε στο ποτάμι.
Βλέποντας τη γριά που καθόταν κοντά στα πόδια του με την μποτίλια στην ποδιά της, σήκωσε μόλις τα θολά του μάτια και περίμενε με υπομονή, σαν να ήξερε κιόλας τι ήθελε να του πει. «Έφις, είσαι άνθρωπος του Θεού και μπορείς να μου μιλήσεις ειλικρινά. Η ντόνα Έστερ όμως δεν φαίνεται πουθενά και μια μέρα που πήγα σπίτι τους η ντόνα Νοέμι μου τα έψαλε για τα καλά∙ άκουσα ένα σωρό βρισιές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν