Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Ύστερα από όλα αυτά, ο παπάς καλονύχτησε τη γριά και τράβηξε για το δωμάτιο, που πήγαινε πάντα ταχτικά και κοιμώνταν, κάθε φορά, που έρχονταν από το χωριό του, για να λειτουργήση.
Εκεί στο παραγώνι ακουμπησμένη, στα πετρωτά πρεβάζια της φωτογωνιάς η γριά, κατά τα μακρυνά νυχτέρια του χειμώνα, ξένει καμπουριασμένη πάνω στην ποδιά της τα μαλακά μαλλιά, που θα τα υφάνη η προκομμένη θυγατέρα της. Από ώρα σε ώρα ξεθαλίζοντας τη θράκα στη γωνιά, λογιάζει μέσα της, σε ξύπνια ονείρατα, τη μαγική την τύχη της καλής της.
— Καλά ντε, καλά, μη βρίζης κι όλας, είπε η γριά αρχίζοντας ν' αγριεύη, καλά ντε, που μας κουβαληθήκατε πάλι για κωλόκουρο, πεντοφραγκάδες, που για ένα τάλληρο, για τα σύλληπτρα γίνεστε θερία ανήμερα..... Ο υπενωμοτάρχης φρενιασμένος, έβγαζε αφρούς απ' το στόμα. — Σκάσε, παλιόγρια, μη σ' ανοίξω σαν πετάλι, το σταυρό σου!....
Δεν έρχομαι για να σας κάνω κακό.» Η Νοέμι αποτραβήχτηκε ψυχρή και με περιφρόνηση, κοιτάζοντας το πανί που κρατούσε στα χέρια της. «Τι θέλετε;» «Θέλω να μιλήσω με την αφεντιά σας, αλλά ήρεμα, όπως μια χριστιανή σε άλλη», είπε η γριά ταχτοποιώντας τα κοράλλια στον ηλιοκαμένο της λαιμό και έτρεμε, λιπόσαρκη και θλιμμένη σαν σκελετός. «Ντόνα Νοέμι, κοιτάξτε με! Μη χαμηλώνετε τα μάτια.
Και μέσα σε τέτοια ανιστόρητη συφορά, να γυρεύουνε, λέει, παππάδες και διάκοι να τα μπαλώσουνε με ψευτοπαρηγοριές και με κεράσματα. Σκυλί γινότανε να το συλλογιστή μοναχά! Ξεκίνησε πάλε και χώθηκε σαν κλέφτης μέσα στο σπίτι του. Το λυχνάρι, αναμμένο κ' η γριά η πεθερά του στο τηγάνι αντικρύ στης φωτιάς την αναλαμπή.
Της εξέφρασε το πάθος του, τη διαβεβαίωσε, πως αύριο θα την πατρευότανε ενώπιον της Εκκλησίας, ή αλλέως, όπως θα ήτανε ευχαριστότερο στα θέλγητρά της. Η Κυνεγόνδη του ζήτησε ένα τέταρτο της ώρας να συνέρθη, να συμβουλευτή τη γριά κ' αποφασίση. Η γριά είπε στην Κυνεγόνδη: — Δεσποινίς· έχετε εβδομήντα δυο γενιές κι' ούτε ένα όβολο.
Και τόχει, λέει, μεγάλο καημό η γριά. Κ' ήρθε, λέει, η κακόσυρτη στο κελλί και τον παρεκάλειε τις προάλλες να πάη και να τη μεταπείση, να μην τουρκέψη κιόλας η ανιψιά της. Μα δεν το θάρρεψε ο Εφημέριος γνωστικό νανακατευτή ώσπου να πάψη η μάχητα που τους έτρωγε τώρα. — Να πάμε να τη δούμε αυτή τη γριά, λέει ο Επίτροπος. Απόψε κιόλας.
Κρατούσε με κόπο από το μπράτσο μια γυναίκα, που έτρεμε, πούχε ανάστημα μεγαλόπρεπο, κ' έλαμπε ολόκληρη μέσα σε πετράδια κ' ήτανε σκεπασμένη μ' έναν πέπλο. — Τραβήχτε αυτόν τον πέπλο, είπε η γριά στον Αγαθούλη. Ο νέος πλησιάζει· σηκώνει τον πέπλο με φοβισμένο χέρι. Τι στιγμή! Τι ξάφνισμα! Νομίζει πως βλέπει τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Τη βλέπει πραγματικά, ήταν η ίδια.
Και η γριά, ευχαριστημένη που έμαθε ότι το παλικάρι ένα βράδυ στο πανηγύρι είπε: «θα την παντρευτώ», έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα. Ο Έφις έμεινε μόνος απέναντι στο κόκκινο φεγγάρι που ανέβαινε στον ουρανό ανάμεσα στους γκρίζους ατμούς του απόβραδου, αλλά ήταν ανήσυχος.
Σιγά σιγά όμως γύρισε στην πραγματικότητα. Της φάνηκε ότι έσβησε η φλόγα και το αίμα σταμάτησε να χτυπά με βία μέσα στις φλέβες της. Ντράπηκε για την ονειροφαντασιά της. Θυμήθηκε την υπόσχεση που έδωσε στη γριά: «όλα θα πάνε καλά». Προσπάθησε να βρει τις λέξεις που έπρεπε να πει στον ανιψιό της για να τον πείσει να μπει στο σωστό δρόμο και να παντρευτεί την Γκριζέντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν