Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Βριζούμαστε ανάμεσά μας, κλέβουμε ο ένας τον άλλον, τυραννούμε τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας; Έρχεται πάλι η γριά Σκλαβιά και μας παίρνει το βάρος. Ως και στη γλώσσα μας, η Σκλαβιά φταίει που έχασε τόσα και τόσα αρσενικά και θηλυκά. Ο Ζυγός κ' Η Αλυσίδα μένουνε, μένει κ' Η μαύρη μας η Μοίρα μαζί με ΤΟ γέρο το Θάνατο.

Ταποταχύ, σάνε σηκωθήκαμε και προγεματίσαμε, και ξανάπιαμε πάλε κρασί, και μας πρόσφερε η γριά ζεμπίλι γεμάτο κάστανα για το δρόμο, ξεκινήσαμε κατά την Κάντανο, πήραμε σα να πούμε πάλε την πίσω γύρα, παραστρατώντας κάποτε να κοιτάξουμε κανένα χωριό. Και σάλλες τρεις τέσσερεις μέρες μέσα, είμαστε στα Χανιά. — Κ' η ιστορία; — Τώρα κ' η ιστορία.

Όχι, Ελπίδα, με συμπαθάς· δε θέλω να ειπώ αυτό. Μα για συλλογίσου στην ηλικία της να πάθη τέτοιο κακό; Ξέρεις ο Αριστόδημος το ρήμαξε όλο το μετόχι· δεν άφηκε κούρβουλο. — Δεν το ξέρω, μα το περίμενα. Ο δρόμος που πήρε έδειχνε πού θάφτανε. — Έχεις δίκιο· κ' εγώ τόξερα. Μα βλέπεις, η γριά πάντα κάτι έλπιζε. Ε, ας πάη να κουρεύεται! είπε άξαφνα θέλοντας ν' αλλάξουν κουβέντα.

Και το χάραμα ανέβαινε στη στέγη κ' έκραζεΚουκουρίκου! σα νάλεγε στον Αριστόδημο το «φύλακες γρηγορείτε! ...» Το χαμώγειο ήταν χωρισμένο με καλάμι. Στο ένα χώρισμα καθόταν η Ελπίδα μονάχη της· στο άλλο ζούσε ο Μαλαματένιος με τη γριά του. Απόξω ήταν το μαγεριό δίπλα ένα κελλάρι για τ' αποδοσίδια της γης και για τα ύπεργα.

Αντίκρυ του παπά, από την άλλη την κορφή, κάθησε η γριά και δίπλα στη γριά η Μαριάνθη έχοντας τα τρία τα κατσίκια στην ποδιά της, κι' αυτά μούλοναν ήσυχα-ήσυχα μέσα εκεί, από τη γλύκα της φωτιάς. Δίπλα στη Μαριάνθη κάθονταν οι τρεις γιδομάννες, μασσώντας κριθάρι, που τους είχαν βάλει μέσα σ' ένα γκριμπούρι, για μεγαλύτερη περιποίηση, και για να κατεβάσουνε πλειότερο γάλα.

Ποιόν ορμηνεύω εγώ; Έτσι λεν του παπά;... Η Μαριανθούλα χαμήλωσε τα μεγάλα και μαύρα της μάτια από την εντροπή της κι' ο παπάς, για να της κάνη την καρδιά, είπε στη γριά: — Το μάτι είναι κακό. Έχει κακή έλξη. Κάνει κανείς μ' αυτό το κακό, χωρίς να το καταλαβαίνη και χωρίς να το θέλη.

Αντραλλεύτηκαν τα σκυλλιά. Πετάχτηκαν όλοι ορθοί και σωρό-κουβάρι κατέβηκαν τη σκάλα και βγήκαν στην αυλή. — Ψυχούλα μ', παιδάκι μ'! φώναξε η γριά με ψυχόπονο. Δόξα σοι ο Θεός πούρθες γερός και καλά! — Ψυχούλα μ', πατερούλη μ'! φώναξε κ' η Μαριανθούλα. Καλώς ώρισες!

Στην αυλή της Δέσπως. ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ, ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΔΕΣΠΩ, ΑΔΕΡΦΙΑ. Κωστ. Το γλέντι πήγε ως την ώρα καλά, χρυσέ μου γαμπρέ, κ' η γριά μας ύστερ' από τη στεφάνωση ξαναχόρεψε κιόλας. Μα σήμερα μας ξημερώνει δύστροπη μέρα, και δύστροπη την κάνουν κάτι αναποδιές που δε βγαίνουν κι από το χέρι μας.

Η γριά, ακούοντας τα λόγια της αγγονιάς της, άρχισε να σταυροκοπιέται, ενώ τα δάκρυα της ανέβαιναν από την καρδιά στα μάτια, η τσιούπρα στέκονταν κακιωμένη, κι' η υπηρέτρα έφερε τα μπρικολίγενα να νιφτούν.

Ονειροθεμελιώνει με αγάπη και στοργή μέσα στη γέρική της υπνοφαντασιά παλάτια αρμονικά· ασύγκριτα τα χτίζει και περικλεί στα αθώρητα τα βάθη τους μια ζωή πανώρια, ονειρεφτή, για την αφρόπλαστην την κόρη της, μέσα σε άφτονα αγαθά και πλούτη ανιστόρητα και αφάνταστα. Λογιάζει και ονειρέβεται η γριά γλυκά.

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν