Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Η θεια όλο με τα γουρουνάκια της, με τα ορνίθια της και με τις άλλες δουλίτσες της, η καθεμιά τους αλύπητος κόπανος απάνω στο παιχνιδιάρικο το κεφάλι της ανιψιάς. Αφορμή λοιπό ναποτελειώση το μάζωμα, την άφινε τη γριά η Aσήμω να νοικοκυρεύεται απατή της. Ήθελε να ραχατέψη η Ασήμω.

Πήγαινε λοιπόν κάθε βράδυ σ' ενός πατριώτη, που δουλειά του είτανε να βυζάνη τους δικούς του με μια βρώμικη τράπουλα, μάλιστα τους νιοφερμένους. Κ' έτσι ο Τραμουντάνας ζωή σπιτικιά δεν πολύβλεπε, και δεν κακοπερνούσε με τη γριά του. Δούλευε ως τόσο ολημερίς. Δουλειά και δουλειά! Πότε δέματα ξεφόρτωνε, πότε γλυκά και πωρικά πουλούσε.

Βλέποντας αυτό το σημάδι η Μαριανθούλα, είπε χαρούμενη στη βάβω της: — Βάβω! βάβω! Είδες, καλημέρα μ'! τι έκαμε η κόττα; Σήκωσε τα φτερά της και τα χτύπησε, και τεντώθηκε σα να ήθελε τα λαλήσ'!... — Ε! κι' ύστερα;.... είπε η γριά, σα με θυμό. — Δεν έλεγες, βαβούλω μ', ότι, όταν κάνουν έτς οι κόττες, έρχεται ο πατέρας μ';

Νίφτηκε η γριά νίφτηκε κι' η τσιούπρα, κι' αφού σφουγγίστηκαν, ανέβηκαν στην τραπεζαρία, κάθησαν στην παραστιά, κι' άπλωσαν τα χέρια κατά τη φωτιά για να πυρωθούν, κι' έμειναν έτσι κοντά στη φωτιά, ως που χτύπησε κι' ο δεύτερος ο σήμαντρος. Τότε η γριά, η Μαριανθούλα κι' η υπηρέτρα ξεκίνησαν για την εκκλησιά, αφού έκλεισαν την εξώθυρα.

Άγγιζα τη στιγμή της ευδαιμονίας μου, όταν μια γριά μαρκησία, που ήτανε πρώτα ερωμένη του πρίγκηπά μου, τον προσκάλεσε σπίτι της να του προσφέρη σοκολάτα· πέθανε σε λιγώτερο από δυο ώρες με τρομαχτικούς σπασμούς. Αλλά τούτο είναι μηδαμινό. Η μητέρα μου πάνω στην απελπισία της και λιγώτερο λυπημένη από μένα, θέλησε ν' απομακρυνθή για λίγον καιρό από έναν τόπο έτσι καταραμένο.

Να σου ειπώ, απάντησεν η γριά πρόθυμη· να σου ειπώ αμέσως. Και τήραξε να το φυλάξης κληρονομιά πολύτιμη στον νου σου. Εγώ δεν θα είμαι πάντα δίπλα σου όπως σήμερα να σ' εμποδίζω. Μα τη χειρότερη δυστυχία να βρης σφουγγαράς να μη γένης. Εσύ δεν τους επρόφτασες τους Ραφαλιάδες, της Ύδρας δυο στοιχεία, και δυο λαχτάρες της θάλασσας.

Τι σώκανα, ψυχή μ'; Τι σώκανα, καρδούλα μ'! τη ρώτησε με τρυφεράδα η γριά. — Πώς τι μώκανες; Εγώ έγλεπα στον ύπνο τον πατερούλη μ', κι' εκεί που τον αγκάλιαζα και τον φιλούσα, με ξύπνησες εσύ! Γιατί να με ξυπνήσης, καημένη βάβω; Αχ! η καημένη, πώς έχασα τον πατέρα μ' μες από την αγκαλιά μ'! Αχ! γιατί να μη τον αγκαλιάσω πολύ σφιχτά, για να μη μου φύγη, και να ξυπνήσωμε μαζύ!

Μόνη της η γριά, καλή γριά, προσπαθεί να θυμηθή κανένα παραμύθι. Οι άλλοι ξέρουνε, μα τι τους μέλει; Αδιαφορία και για τον κόπο το δικό σου και για την επιστήμη που σ' έφερε ως εκειδά. Ναγόραζες σμυρίγλι, θα τους βαστούσες όλη νύχτα στο ποδάρι. Θέλεις να φύγης, να πας σ' άλλο νησί. Βαπόρι δεν έχει.

Τα είχε μάθει κ' η θεια η Φρόσω τα βρώμικα από κείνη την ταχινή. Μα γνώριζε και τις ενέργειες του Παππά Χαραλάμπη. Ο Εφημέριος μάλιστα σε κείνηνα πρωτοπήγε σα γύρευε το Δημήτρη να τα βολέψη μαζί του. Κ' ίσως να τα γνώριζε από τα πριν η γριά, κάτι θα σοφίζουνταν, κάτι θα προλάβαινε. Σαν κλέφτης μπήκε ο Δημήτρης, και σα μωρό παιδί καμώνουνταν πως δεν είχε πια τίποτις, πως έστρωσαν όλα.

Εσύ μονάχα σώνεις να στολίσης κοπέλλας πρόσωπο! Αγαπά, λέει, πολύ και τη θειά Γιαννούλα, την παρακόρη. Οι άλλες παίζουν και τραγουδούν, κι αυτή τρέχει στο μαγερειό και βοηθά της Γιαννούλας. Κ' η γριά την αφίνει, για να τ' ακούγη ύστερα ο αφέντης και να το χαίρεται, που η χαδεμένη του τόκαμε πάλι το κυδωνάτο. Την έστησαν τώρα την κατσαρόλα. Τώρα το φαεί βράζει.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν