Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
— Για γάμο είμαστε, ευλογημένη; Δεν βλέπεις τι φτώχια μας δαίρνει; Δεν βλέπεις που με σάστισε αυτός ο καπετάν-Παρμάκης; — Να μη τον εύρη ο χρόνος, παιδάκι μου! Ναι! — Να μη τον εύρη ο χρόνος, κυρά-μητέρα! Τώρα είπες καλά. — Λοιπόν, κυρ-Δημάκη; — Θα σας πω εγώ, κυρά-μητέρα, θα σας πω. Τώρα δεν αδειάζω. Σαν γυρίσω από το Σκόπελο. Ας περάσωμε τώρα, όπως περάσαμε ως τώρα. Θα σας πω εγώ!
Είναι αλήθεια που πρέπει κανείς νάχη πολλή μέθοδο για τέτοια μελέτη· άξαφνα σ' ένα χωριό θακούση έναν άθρωπο να πη εώ , κ' έναν άλλο να πη άγουρος . Μάλιστα μπορεί ο ίδιος χωρικός κάπου να πη εγώ , κάπου εώ . Για τούτο πολλοί χωρικοί, όταν τους ρωτήξετε για καμιά λέξη, σας απαντούν «Κ' έτσι τη λεν κ' έτσι» — Είναι λάθος.
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία, γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα, φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195 τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον, και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.
— Τι ήτανε πάλι τούτο, Γιώργη μου; — Τι νάτανε! είπε κείνος ξερά και πάσχιζε να χαμογελάση. Μα το χαμόγελο ανακατώθηκε μ' ένα ζάρωμα πόνου ολόγυρα στα μάτια του. — Πώς καταλαβαίνεις τον εαυτό σου τώρα; ξαναείπ' εκείνη δειλά, πασχίζοντας να του πάρη ένα λόγο, σαν να τον ήθελε για παρηγοριά. Εκείνος έκλεισε τα μάτια του. — Δε μου μιλάς, Γιώργη μου;
Τότε, ένας από τους δερβισάδες, απευθυνόμενος προς την Ζωηδία, ως πρεσβύτερη, άρχισε την ιστορία του. &Η ιστορία του πρώτου δερβίση, υιού βασιλέως& Για να σας εξηγήσω κυρία μου πώς βρέθηκα χωρίς το δεξί μου μάτι και με τα ρούχα ενός δερβίση, πρέπει πρώτα να ξέρετε ότι είμαι γιός βασιλέα.
Του φαινόταν πως η μικρή Παναγία κοίταζε λίγο τρομαγμένη από την υγρή της κόγχη τον κόσμο που είχε έρθει να ταράξει τη μοναξιά της, πως ο άνεμος φυσούσε όλο και πιο δυνατά και ο ήλιος χαμήλωνε γρήγορα στην κοιλάδα για να αναγκάσουν τους ενοχλητικούς προσκυνητές να φύγουν.
Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Κάτω στο καφενείο. Τώχουνε στρώσει στα χαρτιά. ΔΩΡΑ — Τι έχει ο μπαμπάς σήμερα, Μπάρμπ-Αργύρη; Μου φαίνεται συλλογισμένος. Και τι χλωμός που ήτανε το πρωί! Σαν να μην είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Μπα! Πώς; Κοιμήθηκε. Δεν είνε τίποτε. Νευρικά είνε. Τα συνειθίζει ο αφέντης. ΔΩΡΑ — Φέρε μου ένα καλαμάρι Μπάρμπ-Αργύρη. Έχω να γράφω μερικές κάρτες για το Μοναστήρι.
Και μήπως δεν έφτανε τόσο μόνο; Εγώ που την αγαπούσα, που την ήθελα όλη για μένα, πώς να μείνω, πώς να χαρώ μισή την εφτυχία μαζί της; Και δεν τόβλεπα πως το νόμιζε χρέος της να με πάρη; πως η καρδιά της πολεμούσε και πονούσε; Η καλή μου, η καημένη μου η Μοιρίτα! Δεν έφταιγε εκείνη. Έτσι το είχε φέρει η τύχη.
Θα μου πης πώς κατόπι, σαν πήγε να μας πνίξ' η πλημμύρα, βρεθήκανε Φράγκοι που έδωσαν όχι βοήθεια, μόνο τη ζωή τους για το έθνος που πρωτόφερε στη γης τον ανθρωπισμό. Αυτοί τον είχανε στ' αλήθεια τον ανθρωπισμό.
Για ξαναπέ το, κατεργάρη! Ο Μανώλης έκρυψε το πρόσωπόν του και είπε με πείσμα, εις το οποίον εχόρευεν η χαρά: — Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω! — Καλά, μη θες. Άφησε να δης τση κοπελιές και τότε τα λέμε πάλι. Ο Σαϊτονικολής ήτο κατευχαριστημένος, διότι είχε σχηματίσει πεποίθησιν ότι ο Μανώλης, και να τον έδιωχναν, δεν θάφευγε πλέον από το χωριό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν