Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Έπειτα σαν εδούλευε στο χτήμα του Χαγάνου ή στο χτήμα του Θεομίσητου δεν ένοιωθε κούραση· ήταν όλος χαρά και τραγούδι· νόμιζε πως καλλιεργούσε τον τόπο του· πως τ' αποδοσίδια της η γη τάκανε για δαύτον. — Μα δεν ξέρεις τι χώμα! έλεγε το βράδυ στην Ελπίδα· μάλαμα — καθάριο μάλαμα. Και να τόχουν εκείνοι οι ακαμάτες!..
Μα δεν το κατώρθωσε κι άρχισα να αιστάνουμαι μια στενοχώρια όταν στοχαζόμουνα τη θάλασσα, που την ποθούσα τόσο. Όλο αυτό το πράμα δεν είτανε για με ούτε τόσο ασήμαντο ούτε τόσο μωρό, όσο φαίνεται ίσως. Κανένας δεν μπορεί να αιστανθή πραγματική χαρά όταν σμίγουνε μ' αυτή παραφωνίες κ' η χειρότερη παραφωνία, που μπορούσα να φανταστώ, είτανε πως η γυναίκα μου δε μοιραζότανε τη χαρά μου.
Εκείνος που δε βοηθεί, δεν είναι άξιος να τον βοηθούν και οι άλλοι, και δεν την πειράζει την κοινότητα αν τύχει και χαθεί. Ο άνθρωπος του κάθε τόπου, εκείνος και καλύτερα μπορεί να φροντίζει για τον τόπο του, γιατί εκείνος και πιο κοντά είναι, και κάθε μέρα τον βλέπει, δηλαδή τον ξέρει καλλίτερα από κάθε άλλον και τον πονεί περισσότερο.
Πώς έγινε η Ελλάδα μεγάλη στα χρόνια τα παλιά; Τάχα μήπως με τι δύναμη νίκησε στους μηδικούς πολέμους; Νίκησε τάχα με τα όπλα ή με τα έργα που είχε βγάλει και που έβγαζε ο νους της; Εγώ νομίζω πως ο Λεωνίδας, όταν πάλαιβε στις Θερμοπύλες, πάλαιβε για την Ιλιάδα, πάλαιβε για να διαφεντέψη τους αρχαίους μας τους ραψωδούς· εγώ νομίζω πως οι δικοί μας, όταν πάλαιβε το Μεσολόγγι, πάλαιβαν και κείνοι για τα τραγούδια του λαού μας, που τα τραγουδούσαν τότες τα βουνά.
Και το μονόξυλο έφευγε, έφευγε, όσο που μας πέταξε πέρα σε κάτι μάζες από φύκια... Την σκαπουλήσαμε για καλά, που λες, κυρ μηχανικέ!.... Κι ο ψαράς γέλασε δυνατά. Οι μπεκάτσες είχαν ψηθή κ' η γριά με κάποια ταραχή τις απίθωσε σε μια γαβάθα. Έβγαλε τα σηκότια τους και τα δούλεψε με λεμόνι και έκαμε έτσι μια σάλτσα περίφημη, την απίθωσε κι αυτή στο πλάι, κι αρχίσαμε να τρώμε.
Η Αμινά έπαιξε μερικές συγχορδίες και μετά ξεκίνησε ένα τραγούδι, που το τραγούδησε με τόση ζέση που καταβλήθηκε, και σωριάστηκε προσπαθώντας να αναπνεύσει σε ένα σωρό από μαξιλάρια, και άνοιξε το φόρεμα της για να πάρει λίγο αέρα. Με έκπληξη όλοι είδαν ότι ο λαιμός της αντί να είναι λείος και άσπρος όπως το πρόσωπό της, ήταν γεμάτος ουλές.
Χρόνια και χρόνια από τότε η δόλια η κάκω-Μήτραινα περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της, έχοντας για μόνη συντροφιά, της τους τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στια, μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλλα, και καμμιά δεκαριά κόττες, μ' έναν ώμορφο πετεινό, που της χρησίμευε κάθε πρωί, σαν ωρολόγι, να την ξυπνάη για ν' ανάβη τη φωτιά της, και ν' αρχινάη το εργόχειρο της: ρόκα, ή πλέξιμο, ή μπάλωμα, ή για να πηγαίνη στο λόγγο να ζαλκόνεται και να κουβαλάη ξύλα.
Και παίρνοντας την προφορά των Βαρνιωτών της Θράκης, με την περιφρόνησι που τρέφουν οι ΑσπροΘαλασσίτες ναυτικοί για τους ΜαυροΘαλασσίτες συναδέρφους των — Μ' αφείς που μ' αφείς· είπεν αλλάζοντας κατά τη φράσι και τη φωνή, από τον τρυφερό γυναικείο στον βάναυσον αντρίκιο τόνο. — Να φύω θω. — Και πού απάγης, και πού απάγης; — Στο Μπαλτζίκι. — Αχ! στα χαμένα νερά!
Στο «Εργατικό Κέντρο» τον Βόλου, πρώτα πρώτα, γίνανε διάλεξες για το νέο δράμα, και διαβάστηκε τούτο μπροστά στους εργάτες, και κατόπι πολλές φορές παίχτηκε από τη σκηνή εκεί, στην Αθήνα και σ' άλλα μέρη της Ελλάδας. Ο θίασος μάλιστα του τωρινού διευθυντή του Θεάτρου του Ωδείου κ. Θωμά Οικονόμου, φροντισμένα δίδαξε το δράμα τον καιρό της περιοδείας του στην Αίγυπτο.
Εχαμογέλασα με τ' αγαθά λόγια του γέρου, γλυκοκυτάζοντάς τον, κ' είπα: — Δεν τον γνωρίζετε το βασιλιά μας; Βουβαμάρα χύθηκε για λίγην ώρα 'ςτή μέση μας με τα λόγια μου αυτά, και μ' ολάνοιχτα γλέφαρα και με σφιγμένα χείλη, κατάματα μ' εκύτταζαν όλοι, σα νάθελαν με τη δύναμη της ματιάς των να ξεθάψουν από τα φυλλοκάρδια μου το μυστικό τ' όνομα του βασιλιά τούτου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν