Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Μόλις αυτός εισήλθε, και πάραυτα εισώρμησα μέχρι του κυλικείου, όπου απέθετε τον δίσκον με τα ποτά. — Θα πας σίγουρα, Κωσταντή; . . . Πώς σου ήρθε . . . έχεις συντροφιά; — Έχω, αν δεν με γελάση. — Ποιον; — Τον Αργύρη τον Τσαλαβούτη. Έτρεξα έξω. Επήγα εις έν υποδηματοποιείον δύο ή τρεις πόρτες παρέκει, διά να εύρω τον μικρόν ανεψιόν μου τον Διαμάντην, εργαζόμενον ως κάλφαν εις την τέχνην αυτήν.
— Πέτε μας τα ονόματά σας! — Ημείς είμαστε... ήρχισεν ο μπάρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν. — Μπα! αυτή είνε η φωνή του αδερφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Και είτα εκτείνας την φωνήν· — Αργύρη! εγώ είμαι!... εφώναξε. — Τόσο καλλίτερα...μας έβγαλαν κι' από έναν κόπο, εψιθύρισεν ο ιερεύς.
Ο Αλκίνοος τούτ' ως άκουσεν από το χέρι επήρε αμέσως τον πολύγνωμον ανδρείον Οδυσσέα, και απ' την γωνίστρα 'ς το θρονί τον κάθισεν, απ' όπου σήκωσε τον Λαοδάμαντα, τον ανδρικόν υιόν του, 170 οπού σιμά του εκάθιζε, τον πολυαγαπημένον. και νίψιμο η θεράπαινα φέρει και από προχύτην του χύνει, εύμορφον, χρυσόν, εις αργυρή λεκάνη, για να νιφθή• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός του• η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 175 και απ' όσα φαγιά φύλαγεν, άφθονα του προσφέρει. έτρωγεν ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα εις τον κρατήρα το κρασί, και μοίρασέ το εις όλους ολόγυρα, όπως κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου 180 Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει».
Καμιά φορά, το λοιπόν, πάει ο Μπέης κρυφά και χώνεται ανάπλαγα μες το λόγκο, οπαράδιζε ο Αργύρης κάθε αβγή με τα πρόβατα. Πάει εκεί και χώνεται, και λουμώνει και παραμονέβει τον Αργύρη. Αγναντέβει το πώς τάβοσκε και τα διαφέντεβε τα πρόβατά του το βοσκαρούδι. Χαμογέλασε ο τούρκος πίσω από τα κλαδιά. Παίρνει και φέβγει και γέρνει στον πύργο του.
Αψόθυμος είσαι, δεν είσαι κακός. Κι' αν μ' αποπέρνης καμμιά φορά, εγώ πάντα σ' αγαπάω. Μέσα στα χέρια μου σ' ανάθρεψα. Σε λίγο. Πες μου, κύριε Τάσσο, τι έχεις σήμερα; Κάτι σε βασανίζει. ΦΛΕΡΗΣ — Δεν έχω τίποτα, Αργύρη. Τίποτα. Ησύχασε. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δε θέλεις να μου πης. Ας είναι. Ο Θεός να τα φέρη δεξιά. Εγώ πάω τις βαλίτσες μέσα. ΦΛΕΡΗΣ — Άκουσε, Αργύρη.
— Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.
ΦΛΕΡΗΣ — Λέλα! ΛΕΛΑ — Άκουσέ με. Αχ! θεέ μου, κάποιος έρχεται. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ και οι παραπάνω. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ορίζεις τίποτε, κύριε Τάσσο; Θα κατεβώ ως κάτω να πάρω την κυρία Δώρα. Όπου νάνε θα γυρίση η κυρία Δώρα .. . ΦΛΕΡΗΣ — Πήγαινε, Αργύρη. Καλά. Αν θέλη να μείνη ακόμα η κυρία Δώρα με τα κορίτσια, πες της πως είπα να μείνη.
Βουτάει μες τα νερά τ' Αργύρη η μάνα κι αρπάζει με χαρά του γιου της το λαμπριάτικο δώρο. Το σήκωσε στην αγκαλιά της και τόσφιγκε τόσφιγκε, λες κ' ήταν ο Αργύρης της μέσα. Ήταν βαριό τόρα το δώρο, γιατ' ήταν λαμπριάτικο πια. Τόσφιγκε τόσφιγκε ανηφορίζοντας τη ραχούλα-ανάπλαγα κατά το χωριό.
Καληώρα όπως εμείς τόρα, έτυχε να διαβαίνη κείνη την ώρα τη δεμοσιά ο Μπέης της Αρκαδίας, ερχάμενος από το Μαραθονήσι και πηγαινάμενος στην Τριπολιτσά. Μες την ώρα, εγλυκολάλειε η φλογέρα τ' Αργύρη στο Βαθυλάκωμα απάνου κι άκουσε ο Τουρκάλας διαβαίνοντας το γλυκολάλημα της φλογέρας δωκάτου, που απαλό, τρυφερό στην πρωινή σιγαλεριά μέσα, ακουότανε στη δεμοσιά το βαθιό του ταντίφωνο.
Πάγαιναν τα βοσκαρούδια να ποτήσουν τα ζωντανά, πάγαιναν κ' οι κοπελιές να λεφκάνουν. Αγνάντεβαν τον Αργύρη ψηλά στο βράχο κ' εγλυκολάλειε η φλογέρα του. Εζήλεβαν τα βοσκαρούδια, επλάνταξαν από κεντέρι οι κοπελιές. Κ' εχαιρόταν τον Αργύρη της η Ζαχαρούλα... — Χάι! Ψαρή μ', χάιιι, αγιάτικο!... — Τον είπαν Αργύρη-Μήτρα τόρα, οπού λες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν