Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Ακίνητος ο γύφτος Το φοβερό το σύνεργο 'ς τα χέρια του εκρατούσε, Του Χάρου παραβλάσταρο, του τάφου σημαδούρι. Εμπρός του, πίσω του βαθειά, διχαλωτοί δύο ψήσταις Μπηγμένοι βρίσκονται 'ς τη γη. Ο πρώτος 'ς το κεφάλι, Ο δεύτερος 'ς την ποδαριά. Σωρός χλωρά κλονάρια, Και θράκια που ξεσπίθιζαν... Το δένδρο παραστάτης. »Πλάστη μεγαλοδύναμε!
Είπεν αμέσως με χαράν η θεια-Αννούσα. Η Θωμαή προς το άκουσμα τούτο το απροσδόκητον έκλινε το σώμα της προς το στήθος της γραίας, παράλυτον, ως να είχε λιποθυμήσει. Η γλώσσα της εκόλλησεν εις τον φάρυγγα ακίνητος και δεν ηδύνατο να ομιλήση αλλά μία αιφνιδία της πρωινής αύρας ριπή την συνεκράτησε. Και πάραυτα πάλιν συνήλθε.
Αυτός ο καπνός εξηπλώθη εις τον αέρα, επάνω εις το περιγιάλι· και όταν εβγήκεν όλος από το αγγείον, πρώτον εσχημάτισεν ένα σύγνεφον πυκνόν και μαύρον, και ύστερα ολίγον κατ' ολίγον μετεμορφώθη το σύγνεφον εις ένα φοβερόν και τερατώδες εναέριον Τελώνιον. Ο δυστυχής ψαράς βλέποντας ένα τέτοιον φοβερόν θέαμα ηθέλησε να φύγη, αλλ' από τον φόβον του έμεινεν ακίνητος και εκστατικός.
Έμενα εκεί, αποβλακωμένος, καθισμένος ακίνητος να ακούω την κυρία να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει ή παρέα με την υπηρέτρια που σιωπούσε. Καθόμουν στο τραπέζι μαζί τους, τους άκουγα να αστειεύονται, να κάνουν σχέδια για μένα, σαν να ήμουν γιός τους, και όλη αυτή η κατάσταση που προξενούσε λύπη, με ταπείνωνε, και όμως δεν μπορούσα να φύγω.
Εγώ, πλησιάζοντας προς αυτήν και βλέποντας την μεγάλην της ωραιότητα, έμεινα ξηρός και ακίνητος εις την μέσην τους, μετά μάτια στεριωμένα επάνω εις αυτήν και με το στόμα ανοικτόν· η σύγχυσίς μου και η εντροπή μου που έλαβα, εις το να ιδώ την Ρετζίαν έδωσαν αιτίαν να γελάσουν όλες· εφαινόμουν τόσον έξω του εαυτού μου, και τόσον αντραλωμένος, που ημπορούσαν να στοχασθούν ότι ετρελλάθηκα· και κατά αλήθειαν η κατάστασις εις την οποίαν ευρισκόμουν ολίγον εδιάφερνεν από ένα αναίσθητον.
— Άφησέ με! απήντησεν ο κυρ-Μανωλάκης. — Μήπως επιάσθηκες πάλιν για τα κεριά; — Παρατήθηκα! Η απάντησις αύτη επάγωσε την κυρά-Μανωλάκαινα, ήτις απέμεινεν ως χρυσούν άγαλμα σιωπηλή και ακίνητος. Ο κυρ Μανωλάκης το εφύσα και δεν εκρύονε, κατά το δη λεγόμενον.
Ησθανόμην ότι εις πλείστα μέρη είχε φαγωθή ήδη· με υπεράνθρωπον σταθερότητα έμεινα &ακίνητος&. Αι προβλέψεις μου δεν με ηπάτησαν· δεν υπέφερα ανωφελώς. Ησθάνθην τέλος ότι είχα ελευθερωθή, ότι το σχοινί εκρέμετο εις τεμάχια κατά μήκος του σώματός μου. Αλλ' ήδη το εκκρεμές έψαυε το στήθος μου. Είχε κόψει την λινάτσαν του φορέματός μου. Επέρασε το κάτωθεν αυτής λινόν ύφασμα.
Ενώ βάδιζε, κουνούσε πέρα — δώθε απειλητικά το ζερβί του χέρι και φώναζε ρυθμικά: — Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων!... Παίδες Ελλήνων ίτε!.. ίτε!.. ίτε!.. Η φωνή του βροντερή κι άτρεμη στην αρχή καταντούσε σα λάλημα βραχνοκόκορα. Στο άνοιγμα της πόρτας στάθηκε ακίνητος, κυττάζοντας την κόρη με μάτια γουρλωμένα σα ν' απολιθώθηκε.
Η θεωρία της μου εσκότισε τους οφθαλμούς, έμεινα όλος εκστατικός· έλαβα το ψωμί χωρίς να ηξεύρω τι κάνω, και έμεινα ακίνητος εμπρός εις την γερόντισσαν σκλάβαν· αντίς να την ευχαριστήσω κατά το χρέος μου, ήμουν έτσι χαμένος, έτσι σκοτισμένος και έτσι πληγωμένος από τον έρωτα, ώστε εκείνη με εστοχάσθη τρελλόν.
Του φάνηκε ότι βρισκόταν ακόμη στον προθάλαμο του σπιτιού του λιμενάρχη, ακίνητος, να περιμένει. «Λοιπόν, θα σας τα επιστρέψω το αργότερο αύριο», υποσχέθηκε ενώ σηκωνόταν. Και πήγε στου Μιλέζου να του πει ότι την επόμενη μέρα θα έφευγε. Κι εκεί, στο άνοιγμα της πόρτας φαινόταν η αυλή: λευκή, όπου την έλουζε το φεγγαρόφωτο, και σκοτεινή, όπου την σκίαζε η πέργολα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν