Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Αλλά θαρρώ αδίκως τους λόγους μου πως χάνω... κι' αν συμβουλάς σου δώσω και με το παραπάνω, εκεί που εκαρφώθης ακίνητος θα στέκης και πάντοτε θα μείνης Ρωμηός ντεληφυσέκης. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Αυτά, Νεότης, που μου λες κι' εγώ καλά τα ξέρω, μα δεν αρμόζουν εις εμέ τον Μαθουσάλα γέρο.

Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην σ' το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον σταυρόν του: — Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'! Και έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου: Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του.

Έμεινεν εκεί βωβός, ακίνητος, απολιθωμένος υπό του θάμβους και της επιθυμίας, συνθλίβων διά των χειρών τους σπασμούς του κενού του στομάχου, και ανεκλάλητον ομιλών ερωτικήν γλώσσαν προς το λιπαρόν και κολοσσιαίον εκείνο ταψίον.

Έπηξεν η θάλασσα το δειλινόν. Έπηξεν εκεί και η σκούνα εν μέσω του πελάγους, ακίνητος, καθηλωμένη, με τα πανιά κρεμάμενα ως εσθήτας να στεγνώσουν εις το καύμα του Ιουλιανού ηλίου.

Όλος ο λαός, άνδρες και γυναίκες, γέροι και νέοι, μαζεύθηκαν απ' όλο το βασίλειο να ράνουν με νεκρολούλουδα το βασιλόπουλο. Οι μοιρολογίστρες μοιρολογούσαν. Ο Ρήγας ακίνητος και βουρκωμένος στεκότανε από πάνω από το κεφάλι του. Οι μάγοι και οι σοφοί, που τους είχε διώξει ο Ρήγας από το παλάτι, ήλθαν και στάθηκαν δίπλα στο νεκροκρέββατο. Ήλθαν κ' οι δάσκαλοι και σταθήκανε στα πόδια του.

Ο Τζατσίντο έμενε ακίνητος, καταβεβλημένος, ίσως μετανοιωμένος για την εξομολόγησή του, κι εκείνος δεν τόλμησε πλέον να ξαναμιλήσει. Η μυρωδιά του κρεμμυδιού ανακατευόταν με το άρωμα των φυτών τριγύρω, με του αμπελιού και του σμίλακα. Οι αλεπούδες ξαναπέρασαν. Ο Έφις δείπνησε, αλλά το ψωμί του φάνηκε πικρό.

Τ' άνοιξα ή τα έκλεισα δεν θυμούμαι, θυμούμαι μόνον πως έμεινα ακίνητος, μαρμαρωμένος όπως οι αρχαίοι εμπρός στο κεφάλι της Μέδουσας, Πρώτη μου σκέψις ήταν πως εξύπνησα μέσα στον φάρυγγα κάποιου ψαριού, που γίγαντας ερρούφηξε το καράβι μας. Και όμως δεν ήτο φάρυγγας ψαριού. Ήταν ο ουρανός ψηλά και κάτω η θάλασσα.

Έβαλα ολίγην δύναμιν, και επιάσθην από κάποια ξύλα και κλωνάρια δένδρων, που η φύσις εφάνη να τα ετοίμασεν επί ταυτού διά να με βοηθήσουν· και μη δυνάμενος να περιπατήσω, έχοντας όλον μου το σώμα καταδαρμένον από την θάλασσαν, έπεσα επάνω εις την άμμον ημιθανής και έμεινα εκεί ακίνητος έως που ανέτειλεν ο ήλιος· αλλ' η θερμότης της άμμου μου έφερεν ολίγον ύπνον έως δύο τρεις ώρας.

Ο Κ. Πλατέας, κεχηνώς, δεν εγνώριζε τι να υποθέση. Αλλά δεν εστράφη. Έμενεν ακίνητος, προσηλών εν σιωπή τα βλέμματα εις του Λιάκου τους οφθαλμούς, προσηλωμένους πάντοτε προς τον δρόμον. Εκ της εκφράσεώς των ενόησεν ο Πλατέας ότι το αντικείμενον της προσοχής των επλησίαζεν, αλλά δεν ετόλμα ούτε να κινηθή, ούτε να ομιλήση. — Ειπέ τίποτε, ψιθυρίζει αίφνης ο Λιάκος επιτακτικώς.

Ο ορίζων είχε συσκοτασθή ήδη πριν ή δύση ο ήλιος, και ουρανός μολύβδινος, στεγνός και αφεγγής, εκρέματο ύπερθεν αγρίως μαινομένου πελάγους, άφωνος επί βρέμοντος, ακίνητος επί συνταραττομένου, ως θόλος σκοτεινού τζαμίου επί δαπέδου ορχουμένων δερβισσών.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν