United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ένας σίφουνας ψιλός, καμαρωτός σαν προβοσκίδα ελέφαντα, μαύρος εκρεμόταν στα νερά και ακίνητος. Ο άλλος χοντρός, ολόισος, εκόπηκεν άξαφνα στη μέση σαν καπνοκολώνα, εσκόρπισε χίλια σύψαλα η βάσις του και απόμεινε γλωσσίδι πολύκροσσο κρεμάμενος από τα σύγνεφα.

Ο Δημητράκης έμενε ακίνητος στη θέση του, χλωμός σα θειαφοκέρι και κύτταζε τον αδερφό του με θλίψη. Τον κύτταζαν κ' οι άλλοι κ' έσφιγγαν τα χείλη τους να μη σκάσουν τα γέλοια. Μα εκείνος σα να ήταν ολομόναχος εξακολουθούσε να γροθοκοπάη τον αέρα και να μπομπαρδίζη τον οχτρό του. — Μπαμ! μπουμ!.. φσ. ... φσ.... μπαμ! μπουμ! .. μπιμ! ... Άξαφνα όμως βρόντησαν τα γέλοια.

Ανευρεθείς την επιούσαν ακίνητος και άπνους, εκηρύχθη νεκρός, και μετά την παρέλευσιν της νομίμου προθεσμίας, το σώμα αυτού παρεδόθη εις χειρουργόν τινα, ίνα εξακριβώσει την αίτίαν του θανάτου. Αλλ’ άμα έσχισεν η μάχαιρα την κοιλίαν του αββά και ευθύς ανεπήδησε κρουνός θερμού αίματος, ενώ γοεραί κραυγαί εξήρχοντο του στόματος του ανατεμνομένου.

Και έμεινεν επί τινας στιγμάς σιγών, ακίνητος, βλέπων προς τον υπό τους πόδας του καταφερόμενον καταρράκτην. Ο Βράγγης συνέχων την αναπνοήν του, ήκουεν, έβλεπεν, ηπόρει, εσίγα. Ο άγνωστος έστρεψεν αίφνης προς τα οπίσω την κεφαλήν. Είχεν ακούσει ελαφρόν τινα κρότον, ον απετέλεσαν βεβαίως τα φύλλα υπό του ανέμου σειόμενα. Ηκροάσθη επί πολύ. Είτα επανέλαβε τον μονόλογόν του.

Καταλαβαίνετε, κύριέ μου; Ο υπηρέτης είναι άγριος, μην του έχετε εμπιστοσύνη!» Ο Τζατσίντο έμεινε για μια στιγμή ακίνητος κοιτάζοντας τα χέρια του που επάνω τους τρεμόπαιζε η σκιά μιας κληματίδας. Έπειτα ανασκίρτησε. «Δεν θα του έχω εμπιστοσύνη. Θέλω μάλιστα να φύγω. Δεν μπορώ πια να ζήσω, εδώ….. Θα κερδίσω όμως χρήματα και σε σαράντα μέρες θα σας τα επιστρέψω όλα, μέχρι την τελευταία δεκάρα.

Τέλος εφόρεσε τα καλά της και ήλθε, φέρουσα την μαύρην μανδήλαν της χηρείας της, επιφυλαχθείσα να φορέση χρωματιστήν «πολίτικην» την στιγμήν μόνον που ήθελεν ασπασθή τα στέφανα. Ήλθε και η ανδραδέλφη της κ' εστάθη υψηλή, σιμά εις την τέμπλαν, άλλη τέμπλα έμψυχος αυτή, πλατεία, ακίνητος, στολισμένη ως νύμφη. Διότι η τέμπλα δεν είνε να λείψη από την αίθουσαν όπου θα τελεσθή ο γάμος.

Τότε και ο γέρων ιερεύς έλεγε το «Δι' ευχών» ενώπιον της εικόνος της Παναγίας της Λημνιάς, ήτις, ακίνητος πάντοτε, με τα μεγάλα μάτια της, φορτωμένη τ' ασημικά της εκυριάρχει, Δέσποινα απροσμάχητος, εν μέσω του ωρυομένου εκείνου σάλου του υγρού στοιχείου, όπερ εξηκολούθει ολονέν να μυκάται και να απειλή, ανακινούν τον λιμένα και την καμπανίτσαν της Εκκλησίας της, ήτις εγλυκοκελάδει ακόμη κατά διαλείμματα άλλας παρακλήσεις άλλων γυναικών!

Η Σμάλτω έμενεν εις την θέσιν της εκείνην, ανακεκλιμένη επί των ποδών και ακίνητος, το βλέμμα απλανές κρατούσα επί του στάχυος, τας χείρας χαλαρωμένας κάτω και ακροωμένη.

Βεβαιωμένος ότι δεν ημπορούσε να διακρίνη το άνοιγμα της πόρτας, εξηκολούθησα να την σπρώχνω κανονικά-κανονικά. Είχα το κεφάλι εις το εσωτερικόν του δωματίου και ητοιμαζόμην ν' ανοίξω το φαναράκι, όταν ο αντίχειρ μου ωλίσθησεν ανοίγοντάς το, καμωμένον από λευκοσίδηρον, και ο γέρων ανεσκίρτησεν εις το κρεββάτι του φωνάξας: — Ποιος είν' εκεί; Έμεινα πραγματικώς ακίνητος και δεν είπα λέξιν.

Πρέπει να πηγαίνω τώρα∙ να είσαι φρόνιμος και να μην το κουνήσεις από εδώΝαι, έμενε ακίνητος στη θέση του, ακίνητος και μόνος.