Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Έχει οφθαλμούς χοίρου, οδόντας μεγάλους και χαυλιόδοντας εξέχοντας και αναλόγους με το μήκος του σώματος. Είναι το μόνον ζώον το οποίον δεν έχει γλώσσαν. Η κάτω σιαγών αυτού είναι ακίνητος και προσεγγίζει την άνω, όπερ δεικνύει ότι και κατά τούτο διαφέρει από τα άλλα ζώα. Έχει όνυχας ισχυρούς, και επί της ράχεως δέρμα λεπιδωτόν αδιάρρηκτον.

Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.

Εγώ μετέπειτα μείνας εκεί σαν νεκρός και ακίνητος αρκετήν ώραν εσυνήλθα τέλος πάντων εις τον εαυτόν μου· και μη βλέποντας πλέον κανένα Ελέφαντα, εσηκώθην, και εθεώρησα πανταχόθεν και βλέπω πως ήμουν εις μίαν πεδιάδα ευρύχωρον, περικυκλωμένην από έν δάσος, η οποία πεδιάδα ήτον γεμάτη από δόντια και κόκκαλα ελεφάντων.

«Ο άνθρωπος ούτος, όστις είναι ιατρός ή γνωρίζει να επιδένη πληγάς τουλάχιστον, ας είπη, αν είμαι εις θέσιν να μεταφερθώ. Ο σπασμένος βραχίων μου πρέπει να διατηρηθή ακίνητος επί τινας ημέρας τουλάχιστον· σας δηλώ λοιπόν ότι δεν θα κινηθώ απ' εδώ, εκτός αν με ρίψετε έξω. — Κανείς, κύριε, δεν θα μετέλθη βίαν κατά σου, είπεν ο Κρίσπος. Ημείς μόνοι θα φύγωμεν διά να σώσωμεν τας κεφαλάς μας.

Όχι! ... όχι!... εφώναξε ο Περαχώρας, κινώντας το κεφάλι του αρνητικά· μην το λέτε αυτό· δεν κάνει να το λέτε. — Είνε ασέβεια, εψιθύρισε ο Γκενεβέζος. Ο Αριστόδημος έμενε ακίνητος με μάτια γουρλωμένα σα να είχε πάθει αποπληξία. Η αγανάχτηση που έβραζε στα στήθη του έκανε κατακόκκινο το σύζαρο πρόσωπο του. Ήθελε να βρίση, ν' αναθεματίση τον αδερφό του για τον άπρεπο λόγο που ξεστόμισε.

Ύστερα γυρίσανε τα παιδιά το ένα στο άλλο και λέγανε με θαυμασμό: «Μωρέ είδες από τι ψήλωμα έπεσε ο καμπουράκης! Πέντε μπόγια ψήλωμα». Ο Γιαννάκης ήτανε ξαπλωμένος χλωμός κι' ακίνητος απάνω στο σανίδι. Μα και ξαπλωμένος φαινότανε περήφανος και θαρρούσες πως χαμογελούσε στα παιδιά που τον τριγύριζαν. Ήτανε περήφανος, που έπεσε από τόσο ψηλά.

Τώρα πάγει πια! είπεν ο Κιαμήλ ακίνητος, μετά φωνής ανεξηγήτως παραδόξου. — Τώρα ετελείωσε το κακό. Θα ησυχάση κ' εκείνη, θα ησυχάσω κ' εγώ! — Εύγε, Κιαμήλη! είπον εγώ, ενθαρρύνων αυτόν να με ακολουθήση εις το δωμάτιόν μου. Εγώ το ξεύρω πως είσαι γνωστικό παιδί. Το ξεύρω πως αυτό θα είναι πλέον η τελευταία φορά. — Ναι, είπεν ο Κιαμήλ μετά πεποιθήσεως. — Η τελευταία!

Μ' κυρίευση διπλούν αίσθημα μίσους και φόβου, και έβλεπα ακίνητος τον άγριον εκείνον Τούρκον ερχόμενον προς εμέ. Μου απηύθυνεν αποτόμως ερώτησιν, την οποίαν δεν ενόησα, και δεν απεκρίθην. Εκτόξευσε βλέμμα οργίλον και ύβριν αισχράν και εισήλθεν εντός της οικίας. Δεν επανείδα ευτυχώς την απεχθή μορφήν του ! Αλλ' η ώρα παρήρχετο και ανυπομόνουν περιμένων τους δημογέροντας.

Έπειτα, συσταλείσα διότι επρόφερε την φράσιν των νεονύμφων, ηρυθρίασεν υπερβολικά και έμεινεν ακίνητος εις το φέγγος της εστίας. Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Πέτρον: — Η Ρώμη καίεται κατά προσταγήν του Καίσαρος, είπε.

Εκείνος δεν κινείται, δε μιλά και ο γέρος το σκάει σιγά σιγά προς τα επάνω, ανάμεσα στους θάμνους και στις πέτρες, χωρίς να στρέψει πίσω, μεγαλόσωμος και μαύρος στο γαλάζιο φόντο του βουνού. Μόνο όταν δεν τον έβλεπε πια κατάλαβε ότι δεν ονειρευόταν και πετάχτηκε όρθιος, αλλά του φάνηκε ότι ένα χέρι τον τραβούσε προς τα κάτω αναγκάζοντάς τον να ξανακαθίσει, να μείνει ακίνητος.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν