Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Το πώς στον κόσμο εγώ να βγω, τι λόγο θα να δώκω; Ω θε μου, ιδές και σώσε με τι με τηράς ακόμα, — Την ίδιαν ώρα πρόβαλε 'στούτο το σάδι η Χρύσω. Η μαύρη εδώ είδε ολάνοιχτους και μαλαχτούς τους κόρφους Και φιλημένον το λαιμό και την ποδιά λυμένη Κ' εδώ θυμήθη κ' ένιοσε την άσβεστη ντροπή της. — Μανούλα μου, ξεφώνησε σα λιγοθυμισμένη, Με πλάνεψε και μ' έχασε με τα γλυκά του λόγια.
Ξεχνούσε την ηλικία της, τη μορφή της, την ουσία της∙ της φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένη κάτω από καθάρια νερά σ’ ένα πυκνό δάσος και πως έβλεπε μια φιγούρα να σκύβει για να πιει, να πιεί πάνω από το στόμα της: ήταν ο Τζατσίντο, αλλά ήταν κι εκείνη, η Νοέμι ζωντανή, διψασμένη για αγάπη: ήταν ένα μυστηριώδες πνεύμα που ρουφούσε όλο το νερό της πηγής, όλη τη ζωή από το στόμα της, τόσο άσβεστη ήταν η δίψα του∙ και ύστερα ξάπλωνε στην κοιλότητα της κρήνης, μες στο πυκνό δάσος, και σχημάτιζε μαζί της ένα ενιαίο ον.
Εδώ που βρίσκουμαι καλά βρίσκουμαι. Πατάω γερά σα νάχω θεμέλια. Πατάω γερά και βλέπω γερώτερα. — Τι βλέπεις ; — Βλέπω πως τούτα δω που ξεθάφτουμε θάκαναν σ' άλλα χέρια τον καλήτερον ασβέστη. Βλέπω και το σπίτι μου χάρβαλο. Κι αν ήμουν Αριστόδημος, θάβανα με τούτον τον ασβέστη να ξεγονατίσω το σπίτι μου. Τάχα σαν πέση απάνου μου τι θα κερδίσω με τούτα; μόνο που θα τάχω συντροφιά στη θανή μου.
Έσβυσ' εκείνη η φλόγα της. Πλην μες 'ς τα σωθικά της Καίει μια άσβεστη φωτιά, Που καρτερεί μια 'μέρα Ν' ανοίξη μια τρυπούλα της, Να πάρη 'λίγο αέρα, Να βγάλη φλόγα τρομερή Και πάλι η φωτιά της. Πόσαις φοραίς απ' ταις 'ψηλαίς Του γέρου Πίνδου ράχαις Αγνάντεψα την καταχνιά Μακρυά, 'ς την Άγια Μαύρα, Και είπα ότι άναψε Και πάλ' εκείνη η λάβρα, Κ' είπα πως πάλι άναψαν Του Έλληνος η μάχαις! . . .
Κρύωσε η ψυχή της Λιόλιας εκεί που πατούσε στις πλάκες τις ηχερές, σαν είδε την εκκλησιά έτσι γυμνή, σαβανωμένη μες το σεντόνι του ασβέστη. Γύρισε κ' η Κερά Ελέγκω, πούχε το λόγο πάντα στα χείλη, κ' είπε του εκκλησιάρη: Δε μου λες πατέρα; χάθηκε κανένας χριστιανός να βάλη να ζουγραφίσουνε λιγάκι τους τοίχους, να φτειάξη καμμιάν εικόνα, νάχη ο κόσμος νανασπάζεται, να φέρνη κι από κανένα τάξιμο ;
Εκεί ασπραργυρανθισμένες οι ελιές ελαγάριζαν από τόρα τον χυμό που θα καή θυσία στον νεογέννητον. Εκεί και τα σπίτια της Βηθλεέμ μικρά, τετράγωνα, με το δώμα επάνω και την πόρτα στο πλάγι, έλαμπαν στον ασβέστη, λέγεις κ' εστολίσθηκαν να υποδεχθούν εκείνον που θα τους χαρίση αθανασία και δόξα.
Τα λόγια αυτά της μάνας μου μ' άναψαν μέσ' 'ςτά στήθηα Άσβεστη φλόγα, κ' έλεγα πότε να μεγαλώσω Τα κλέφτικα τα άρματα 'ς τη μέση μου να ζώσω, Να πάω να ζήσω 'ς τα βουνά, μ' αγρίμια να φωλιάζω, Με τ' άλλα τα κλεφτόπουλα να πολεμώ να σφάζω.
Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας εχάρηκε, κ' επρόφερεν ευχή• «Πατέρα Δία, 330 εις όσα είπ' ο Αλκίνοος, τέλος να 'δώση 'ς όλα• και η φήμη εκείνου πάντοτε 'ς την γην την σιτοδώρα να μένη άσβεστη, κ' εγώ να φθάσω εις την πατρίδα». Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις η Αρήτ' η λευκοχέρα 335 να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς να 'χη να ταις φορέση. κ' εβγήκαν απ' το μέγαρο, με φως 'ς τα χέρια, εκείναις• και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνη, 340 'ς τον Οδυσσέα σίμωσαν και τον παρακινούσαν• «σήκω να πας να κοιμηθής, ω ξένε• η κλίνη εστρώθη». είπαν και μ' ευχαρίστησι και αυτός είδε την κλίνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν