Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Σαν ένας τρελλός, επηδούσα από τους δρόμους γεμάτους από ανθρώπους. Τέλος οι διαβάται ετρόμαξαν και ήρχισαν να με καταδιώκουν. Καταλάβαινα τότε ότι η δυστυχία μου επλησίαζεν. Εάν ημπορούσα να ξεσχίσω την γλώσσαν μου θα το έκαμνα. Αλλά μία αγρία φωνή ήχησεν εις τα αυτιά μου, και ένα χέρι ακόμη αγριώτερον με άρπαξεν από τον ώμο. Εγύρισα πίσω, εζήτησα ν' αναπνεύσω και πάλιν.

Την έφθασεν εις την αυλήν της οικίας, όπου έτρεχεν αύτη διά να κρυφθή, την άρπαξεν από τα μαλλιά, και την έσυρεν επί του εδάφους της οδού, εις διάστημα πενήντα βημάτων. Αυτή είχε βάλει τας φωνάς, κ' εξήλθον οι γείτονες. Ήτον ώρα εσπερινού, μικρόν προ της δύσεως του ηλίου.

Κ' ένα σκυλί στην πρύμη δεμένο εγύριζε μάτια κατακόκκινα, εδάγκωνε τα ξύλα, έτρωγε την αλυσίδα του, άρπαζε κ' ετράβα με πάθος την ουρά και το νερό κυτάζοντας αλύχταγε και αλύχταγε, σαν να το έβριζε που τ' άφησεν ακόμη ζωντανό, αφού τ' αφεντικά του τ' άρπαξεν ο ρούφαλας. Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα ευρέθηκεν εμπρός στο μπάρκο του.

Ο Ηρώδης θέλει το παιδί κ' οι άνθρωποί του γυρίζουν στη χώρα. Γλήγορα να φύγουμε!... Εκείνη άρπαξεν αμέσως το βρέφος, το έσφιξε στους κόρφους της κ' επήραν τον δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα έκρυψε τα βήματά τους από το άγρυπνο μάτι των κατασκόπων. Αλλά τα αίματα των παιδιών και η φωνή των μανάδων ανέβαιναν από τα σπίτια της Γαλιλαίας πρωτόλουβη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου.

Ο Ρένας τον άρπαξεν από τον ώμο όπως αρπάζουνε τον ένοχο πάνω στη σκηνή. — Στέκεται στα πόδια του ο κόσμος; — Ου! Καλά. — Οι άνθρωποι; Οι γυναίκες; Οι γυναίκες προ πάντων! — Ναι και οι γυναίκες. — Και είναι ώμορφες ε; Πολύ ώμορφες; — Ώμορφες, λέει; Γιατί, δεν τις ξέρεις; — Τώρα πεια!

Τέλος πάντων ευρίσκοντας παχύτερον από όλους τον καραβοκύρην μας, τον άρπαξεν από τον λαιμόν με το ένα χέρι, και με το άλλο τον εσούβλισεν εις ένα από εκείνα τα σουλβιά που ήσαν στο παρόν, ωσάν ήτον ένα περιστέρι εις τα χέρια ενός μακελλάρη· έπειτα άναψε μίαν μεγάλην φωτιάν, και τον έψησεν εις ολίγον διάστημα, και ύστερα τον έφαγεν όλον έμπροσθέν μας.

Εκείνη πάλιν αναστενάζουσα μου λέγει· ίσως ήκουσες ποτέ τον μέγαν εκείνον Επιφύρμαρον βασιλέα του νησίου που ονομάζεται Βόρνεος· εγώ είμαι η βασιλοπούλα η θυγατέρα του, και εις τον καιρόν που ο πατήρ μου έκαμνε τους γάμους διά να με στεφανώση με ένα βασιλόπουλον εξάδελφόν μου, την πρώτην βραδιάν προτού να υπάγω εις τον νυμφίον μου εις τον νυμφικόν θάλαμον, ένα Τελώνιον με άρπαξεν από την μέσην των συγγενών μου, και ευθύς με έφερεν εδώ εις τούτο το παλάτι.

Ένα μαντρόσκυλο παραφυλάξαντας την απροσεξιά τους, άρπαξεν ένα κομμάτι κρέας κ' έφυγε από τη θύρα. Κ' ενώ το εκυνηγούσε κ' έφτασε σιμά στον κισσό, βλέπει το Δάφνη, που είχε κρεμάσει στους ώμους το κυνήγι, αποφασισμένος να φύγη κρυφά.

Και τραγουδώ την Κρότωνα, τη Ζάκυνθο, κ' εκείνο τακρόβουνο Λυκίνιο, που ο Αίγωνας μια μέρα ογδώντα πίττες έφαγε μόνος και μοναχός του· κι όπου ένα ταύρον άρπαξεν από το νύχι, κ' έτσι τον έσυρεν απ' το βουνό και στην Αμαρυλλίδα για δώρο της τον έδωκε· κι όλες μαζί οι γυναίκες ανάκραξαν με θαυμασμό, κ' εγέλασε ο βουκόλος. ΒΑΤΤΟΣ Αμαρυλλίδα μ' ώμορφη, και πεθαμμένη ακόμα δε θε να σε ξεχάσωμε!

Ανάερα πουλάκια επετούσαν κυματιστά κ' έλαμπαν τα χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλα που άρπαξεν ο άνεμος από εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια, της στεριανής ζωής η βουή έφτανε τραγούδι Σειρήνων, γεμάτο από χαρές και γέλοια, δίχως πίκρες και δάκρυα.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν