Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Κι όλες η γυναίκες της Ηπείρου φοράν μαύρα. Τ' Αργυρόκαστρου μοναχά και του Δελβινακιού η γυναίκες, παντού ξεχωρίζουν για την ασπράδα της φορεσιάς και την ασπράδα της ώμορφης όψης των αντάμα.

Ε τι κι' αν είμαι ακάτεχος της μάχης; Σ' όλες τάχα 670 νάχει επιστήμη ο άθρωπος δε γίνεται τις τέχνες. Μον ένα λόγο θα σας πω που, ξέρτε το, θα γίνει. Θαν του το κάνω το κορμί λαγούμι, θαν του σπάσω τα κόκκαλα. Όλοι εδώ κοντά οι φίλοι του ας προσμένουν, ναν τον σηκώσουν έπειτα σαν του το φάω το μάτι675 Έτσι είπε, κι' όλοι κέρωσαν σαν αποσβολωμένοι.

Κάποια στιγμή όμως κατέβαινε κι εκείνη για να μπει στο χορό μαζί με τις άλλες γυναίκες, κι εκείνη έπαιρνε μέρος στη γιορτή και ήταν η πιο τρελή απ’ όλες, σαν την Γκριζέντα και σαν τη Νατόλια, και αισθανόταν στην καρδιά της τη φλόγα, τη γλύκα, το πάθος όλων εκείνων των γυναικών μαζί. Ο Τζατσίντο της έσφιγγε το χέρι και το πανηγύρι τριγύρω, μες στην αυλή, στον κόσμο ολόκληρο, ήταν γι’ αυτούς….

Ετούτη η δυστυχία επάνω εις το ριζικόν της Φατμές τους έφερεν εις το άκρον της θλίψεως και της απελπισίας, μην ημπορώντας να μάθουν το τι έγινε. Δεν έφθασεν αυτό, που την εγύρεψαν εις όλην εκείνην την πόλιν, αλλά ηθέλησαν να την γυρέψουν και εις όλα τα περίχωρα και εις όλες τες στράτες, που επήγαιναν εις άλλες πολιτείες.

Όταν παντρεύτηκε, ορφανή κ' έρημη, ένα όμορφο κι' άξιο παλικάρι, είπε πρώτη φορά μέσα της με καμάρι: «Ας μου χαρίση ο Θεός τον καλό μου και να ξεχάσω όλες τις πίκρες μου». Σα να στραβοάκουσε ο Θεός την προσευχή της, μέσα σε δύο χρόνια της τον πήρε αφίνοντάς την χήρα με δυο ανήλικα παιδιά, ένα κοριτσάκι κ' ένα αγόρι. «Δόξα σοι ο Θεός και μη χειρότερα», είπε.

Ο Έφις τις αναγνώριζε όλες αυτές τις φιγούρες, τις άκουγε που μιλούσαν, καταλάβαινε ότι ήταν ζωντανές και πραγματικές∙ και όμως είχε την εντύπωση ότι ονειρευόταν : ήταν φιγούρες του ονείρου της ζωής. Ήταν ο παπάς, ήταν ο Μιλέζος, ήταν ο Τσουαναντόνι, ήταν οι υπηρέτριες του ντον Πρέντου και ο ίδιος ο ντον Πρέντου και η Νοέμι.

Και κάτου τότες έπαιρναν οι Δαναοί να φάνε στο πόδι· κι' άμα απόφαγαν, φορούσαν τ' άρματά τους. Αντίκρυ πάλε οπλίζουνταν μες στο καστρί κι' οι Τρώες· 55 πιο λίγοι, κι' έτσι όμως να παν στη μάχη λαχταρούσαν σφιχτή απ' ανάγκη, μη χαθούν τα τέρια, τα παιδιά τους. Κι' όλες οι πόρτες άνοιξαν, κι' όλοι, πεζούρα αμάξια, χύθηκαν όξω, και βουή σηκώθηκε μεγάλη.

Την άκρη του δρόμου να πηγαίνω την ώρα που περνούν εκείνες που με κυττάζουν και δεν πρέπει να της κυττάζωοι γυναίκες. Αλαφρές με το ζαρκάδινο πάτημα που μας υπόσχεται την τρελλή μουσική του ερχομού. Πάντα πρόθυμες ν' αγαπηθούν και να λησμονήσουν. Όλες λυγμός και προδοσία. Όμως εγώ με τη ζώνη σφιχτή γύρω στο κορμί το λιγερό σαν κολώνα της Sainte-Chapelle να χαμηλώνω τα μάτια.

Αλλά μόλις εμαζωνόταν ένα κύμα έφθανε και τον έλουζε από πάνω ως κάτω. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ' όλες τις μέρες κ' επελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν ημπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε δύο ερχόνταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο και ο καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι.

Εις το τέλος του χρόνου μίαν αυγήν ήλθαν όλες δακρυρροούσαι να με αποχαιρετήσουν διότι έμελλον να αναχωρήσουν και πάλιν εις διάστημα σαράντα ημερών ήθελον γυρίσει· και αφού αγκαλιάσαντές με όλες αποχαιρετήθημεν, μου παρήγγειλαν να ανοίξω εις την απουσίαν τους όλας εκείνας τας εννενήντα εννέα θύρας διά να ξεφαντώσω με την θεωρίαν εκείνων των πολυτίμων πραγμάτων, που είναι μέσα εις εκείνα τα κελλάρια και περιβόλια και να απολαύσω όσα η όρεξίς μου ζητεί· την δε χρυσήν θύραν να μην αποτολμήσω να την ανοίξω, διότι θέλει μου προξενήσει άκραν λύπην και μετάνοιαν.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν