Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Τους έδωσε ραντεβού σε μια ταβέρνα. Ο Αγαθούλης κι' ο Κακαμπός πήγανε και τον περιμένανε με τα δυο τους πρόβατα. Ο Αγαθούλης, πούχε την καρδιά στα χείλια, διηγήθηκε στον Ισπανό όλες του τις περιπέτειες και του ωμολόγησε, πως ήθελε ν' απαγάγη την δεσποινίδα Κυνεγόνδη. — Αδυνατώ να σας πάω στο Βουένος Άυρες, είπε ο πλοίαρχος: θα με κρεμάσουνε, καθώς και σας.

Και θα ήθελα, κύριε, να είχατε όλες αυτές τις αρρώστειες που σας είπα, να σας είχαν εγκαταλείψει όλοι οι γιατροί, να ήσθε απελπισμένος, να πνέατε τα λοίσθια, για να σας δείξω τα έξοχα αποτελέσματα των γιατρικών μου και τον πόθο που έχω να σας υπηρετήσω. ΑΡΓΓΑΝ Σας είμαι υπόχρεως, κύριε, για την καλωσύνη που αισθάνεστε για μένα. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δώστε μου το σφυγμό σας. Πω! πω! πώς κτυπάει!

Πρέπει να γράψη κανένας ολάκαιρο βιβλίο για να δείξη όλες τις ομορφιές του έργου αυτού. Καλό είναι να το διαβάζουμε μια φορά το χρόνο· πάντα κάτι μαθαίνουμε και νοιώθουμε όλη τη δροσερή εντύπωση της σπάνιας ομορφιάς του». Για τη μετάφραση του Λόγγου ακολούθησα την έκδοση του Μ. Β. G. L. Boden, Λειψία 1777, και του P. L. Courier, Παρίσια 1829.

Ένοιωσε μέσα στα χέρια του τα στεγνά χέρια της θείας και με φόντο τον μαύρο τοίχο είδε το χλωμό πρόσωπο και τα μάτια σαν μαργαριτάρια της Γκριζέντα. Έπειτα όλες οι γυναίκες τον περικύκλωσαν, τον κοίταζαν, τον άγγιζαν, τον ρωτούσαν. Η ζεστασιά από τα σώματά τους σαν να τον διέγειρε∙ χαμογέλασε, του φάνηκε ότι βρισκόταν στο μέσο μιας μεγάλης οικογένειας και άρχισε να τους αγκαλιάζει όλους.

Τότες ο Τέφκος απαντάει, ο γιος του Τελαμώνα «Τ' Ατρέα δοξασμένε γιε, τι με κεντάς να ρήχνω; Τί, δεν το θέλω εγώ; Όσο καν πηγαίνει η δύναμή μου, δεν πάβω, μόνε απ' τη στιγμή που τσάκισαν και φέβγουν, 295 όλο φιλέβω σαϊτιές και τους οχτρούς σκοτώνω. Ως τώρα οχτώ τους έρηξα τριπλόδοντες σαΐτες, κι' όλες σε σάρκες μπήχτηκαν παλικαράδων Τρώων, μα αφτόν ν' αγγίξω δε μπορώ, το λυσσασμένο σκύλο

Έως τώρα έχει ερωτευθή με όλες μου της φιλενάδες και ξεερωτεύθηκεν. Για θυμηθήτε την Ελένη. Θα σκοτόνουνταν, θάφευγε, θα σκότωνε τον αρρωβωνιαστικό της. Έ μ μ α. Και τώρα εξακολουθεί να την αγαπά. Προχθές, όταν την αντίκρυσε κάτω, έγινε κίτρινος σαν το πανί. Αυτήν την αγαπά ακόμη, σας το βεβαιόνω εγώ. Λ έ λ α.

Τελειώνοντας η Σουλταμεμέ την διήγησιν τούτης της ιστορίας, όλες η γυναίκες της Βασιλοπούλας την επαίνεσαν, οι οποίες αγαπούσαν τα συμβεβηκότα των εξωτικών και των Μάγων.

Γιατί όσες χώρες βρίσκουνται στον ήλιονε από κάτου και στον αστρόφωτο ουρανό θνητοκατοικημένες, 45 απ' όλες πιο πολύτιμη αφτή είταν της καρδιάς μου, η Τρία η μεγάλη, ο Πρίαμος, κι' ο ξακουστός λαός του. Τι προσφορές δεν έλειπαν ποτές απ' το βωμό μου, σταλιές και τσίκνα· αφτό κι' εμάς μας έλαχε πρεσβιό μας

Τι ήθελεν ο Άγγλος εδώ; Τι είχε να κάμη εδώ; Να φιλοξενηθή από την Μπαμπέτταν και να του δώση αυτή να φάγη και να πιη! Ο Ρούντυ ήτο ζηλότυπος και τούτο εχαροποίει την Μπαμπέτταν. Της προυξένει ευχαρίστησιν να γνωρίζη την καρδίαν του από όλες της μεριές, και της ισχυρές και της ασθενείς.

Έλα, έλα που σε προσμένω τόσον καιρό! Όσο είμαι γω δω μέσα μη φοβάσαι· θα ζήσετε πλούσια. Έτσι μου είπε η φωνή κ' έτρεξα να ιδώ το ριζικάρη. Γύρισα όλες τις κάμαρες, κύτταξα πίσω από τις πόρτες, κάτω και ψηλά· μα δεν είδα τίποτα. Το σπίτι ολάνοιχτο στον αέρα και το φως ψυχή δεν έδειχνε. Τότε τάχασα· τρόμαξα στ' αληθινά· έβαλα τις φωνές κ' έπεσα στο κρεββάτι.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν