Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Κι αυτός δεν ξέρει ακόμα τα τρία κακά της Μοίρας του. — Όχι, μην το λες, είπε η γριά. Μην το λες, δεν ξέρει. Και πώς σπέρνουν έμαθε και πώς φυτεύουν και πώς τρυγάνε και πώς θερίζουν, ναι. Όλες τις δουλειές του κόσμου τις ξέρει. — Αυτά δε χρειάζονται· δεν είνε για τη θέση του. Να, εδώ είνε η δουλειά του. Να πάρη να διαβάση, να φωτισθή· να μάθη πώς ήταν μια φορά οι δικοί μας.

Ο Έφις όμως ξανάβρισκε την ψυχή του και του φαινόταν ότι γύριζε στο σπίτι του πόνου του σαν τον άσωτο υιό, αφού προηγουμένως είχε σκορπίσει όλες τις ελπίδες του.

Βάλε μένα κάτω, και τρέχα συ με τη μάννα, και μη φοβάσαι. Πρώτη φορά δεν είναι που εγώ βρέθηκα μες στα νύχια τους. Βάλε με κάτω, σου λέω· ακούς; μ' αφίνεις κάτω, ή σου σφίγγω το λαιμό και σε πνίγω. — Πνίξε με, να γλυτώσης· μουρμουρίζ' η Μαριώ. — Τρέχα λοιπόν, ίσια στη θάλασσα. Βάρκα δεν έμεινε, έφυγαν όλες και πάνε. Ίσια στο γιαλό, και μας πιάσανε. Σκλάβα θα σε πάρουν, καημένη, κι αλλοίμονό σου!

Σαν εκτίσθηκε ο πύργος, έκλεισε μέσα τη βασιλοπούλα και κλείδωσε όλες τις σιδερόπορτες και κρέμασε τα χρυσά κλειδιά στη μέση του. Σαν εκλείσθηκε η βασιλοπούλα μέσα στον πύργο, άρχισε να την τρώη το μαράζι.

Εις εκείνο το νησί εύρωμεν χόρτα, καρπούς και οπωρικά διάφορα, με τα οποία επαρηγορήσαμεν την κοιλίαν μας από την πείναν, και την ακόλουθον νύκτα απεκοιμήθημεν σιμά εις το περιγιάλι. Αλλ' εξυπνήσαμεν από το φοβερόν σύρισμα ενός μεγάλου όφεως ο οποίος ευρέθη τόσον πλησίον μας που εκατάπιεν ένα από τους συντρόφους μου σύσσωμον, με όλες τες φωνές και εναντιότητες που έκαμνεν ο δυστυχής.

Σώπασαν όλες και κρυφοχαμογελούσανε βλέποντας η μια την άλλη μαριόλικα, καθώς είδαν την Ασήμω κι αντιδιάβαινε. Εκείνη όμως, ταυτί της τώρα δεν έδρωνε. Ένα μαζί τους έτοιμη να παραβγή κ' η Ασήμω στα ξεφωνητά και στα γέλοια. — Μπα! Τάχατες πρωταπριλιάτικη μας την έπαιζες χειμωνιάτικο τις προάλλες, και μας βγαίνεις έτσι ξένοιαστη τώρα, σα να μην έγινε τίποτις; της λέει μια από τις πιο γνώριμές της.

Να μη μαδικάς κιόλα, που όλες του κόσμου τις θάλασες δεν τις αλλάζω με ταμουδερά της Τίκλας μου κυμοθάλασα· με τις απόγκρεμνές της ακροπελαγιές. Όπως, δε θα σου χάριζα μια τρυφερή γραμούλα του ξακουσμένου μου Ταΰγετου, πάνω στον καθάριον ουρανό, μπρος σ' όλες σου του κόσμου τις βουνοκορφές. ... Χτες πάλι, αχάραγο ακόμα, ήρθε να με ξυπνήση ο Γερο-Γουργάρος. Χρυσός άνθρωπος αλήθεια.

Από όλες της τις χώρες φορτώματα φθάνανε το χρυσάφι, τασήμι και τατίμητα πετράδια και όσα καλά έβγαζε στεριά και θάλασσα, φορτώματα φθάνανε στα πόδια της βασίλισσας, Κ' η βασίλισσα, που ήταν καλόκαρδη και πονετική, χάριζε όλα της τα πλούτη στους φτωχούς. Και πάλι τίποτε δεν της έλειπε. Μα με όλα της τα καλά, η βασίλισσα είχε έναν πόνο στην καρδιά, γιατί δεν είχε αποκτήσει παιδί.

Να, όλοι είναι εδώ: ο ντον Τζάμε γονατισμένος στο προσευχητάρι της οικογένειας και λίγο πιο πέρα η ντόνα Λία χλωμή μέσα στο μαύρο της σάλι, όπως η φιγούρα ψηλά στην παλιά ζωγραφιά που όλες οι γυναίκες κοιτάζουν κάθε τόσο και που μοιάζει να προβάλλει πράγματι σε ένα μαύρο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι.

Και με όλον τούτο δεν έλειψα που να πασχίσω να εύρω τον τρόπον διά να φύγω από εκείνο το παλάτι· μα εστάθηκαν μάταιες οι παρατήρησές μου επειδή και διά προσταγής της Γαντζάδας όλες οι πόρτες ήτον καλά φυλαγμένες· και χάνοντας και αυτήν την ελπίδα άλλο δεν απάντεχα, παρά τον θυμόν της Γαντζάδας να πληρωθή εις εμέ.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν