Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Η Κλυταιμνήστρα ουδέ λειποθυμεί ως η Αγγλίς, ουδ' εξάπτει εαυτήν διά μεθυστικών ποτών, ουδ' υπό εφιάλτου ενοχλείται τας νύκτας ουδέ κατέχεται υπό φόβου, ή αισχύνης, ή τύψεων της συνειδήσεως. Ο φόνος του Αγαμέμνονος δεν επιφέρει κλονισμόν εις τα νεύρα ή τον εγκέφαλόν της, αλλ' απ' εναντίας ευφραίνει και ενισχύει αυτήν. Εμοί δ' αγών όδ' ουκ αφρόντιστος πάλαι νείκης παλαιάς ήλθε, συν χρόνω γε μην.
Τι να είταν το μυστήριο που κρυφοχύθηκε και μου την έκαμε βλαστάρι τρυφερό την καρδιά μου! Αγάπη δεν μπορούσε να είναι· πρέπει να είταν ο ανθός της αγάπης, μοσκοβότανο φυτρωμένο στο μίσος του άγριου του Τούρκου. Είχα ηρωΐδα μπροστά μου, μια ψυχή που τη διάλεξε ο Θεός να την αγιάση από δέκα χρονώ, και να τη γλυτώση με παράξενο θάμα. Και πώς να μην τη λατρεύω, που έβλεπα πως όλα είταν αλήθεια, όλα.
Διότι λέγομεν βέβαια ότι αύτη ήτο και είναι και θα είναι, αλλ' εις αυτήν αλη- 38. | θώς ειπείν αρμόζει μόνον το &είναι&, το δε &ήτο& και το &θα είναι& πρέπει να λέγωνται περί της γενέσεως, ήτις προβαίνει, εν χρόνω.
Αφ' ης στιγμής επάτησε τον πόδα επί του καταστρώματος, ήρχισε να κινήται ως εάν ήτο σφαίρα εκκρεμούς ηναγκασμένη να διατρέχη εν ακριβώς ωρισμένω χρόνω το μακρόν διάστημα μεταξύ πρώρας και πρύμνης, τακτικώς και αδιακόπως. Και θα ήτο λίαν επαγωγόν πρόβλημα δι' ένα μαθηματικόν να εύρη ποσάκις ο κ.
Να κρύφτουμαι, να φοβούμαι από το φως, να μη γυρέβω τον ήλιο; Και ποιος μπορεί να μου πη τίποτις; Μπας δεν είμαι τριάντα τεσσάρω χρονώ άντρας; Να γίνης εσύ γυναίκα μου, στον κόσμο μπροστά, να παντρεφτούμε, και να μη χαρή η γις όλη; Ποιoς άραγες μπορεί να μη χαρή; Θα πειραχτή μήπως κανένας; Γιατί να μην το πούμε κανενός; Είναι ζωή αφτή που τραβώ; Να χάνουμαι για σένα, κάθε ώρα να σε ζητώ, να θέλω πάντα μου τα μάτια σου και τη φωνή σου, από πάνω ως κάτω να σε λατρέβη η ψυχή μου, και κοντά μου να μην είσαι; Δεν πρέπει λοιπό να σ' αγαπώ; Κάτι, κάτι λόγο θάχης.
— Θυμούμαι 'γώ εδά και τόσους χρόνους είντα 'κανε ο πάσα είς; είπε με δυσφορίαν ανθρώπου αναγκαζομένου να ψευσθή. — Εγώ 'νόμιζα, σιορ Γιωργάκη, είπεν ο Σμυρνιός, στραφείς από την θύραν όπου έπλυνε τους ναργιλέδες του, πως στα 21 ήσουνε μικρός. — Εγεννήθηκα το μεγάλο σκοτίδι· λογάριασε· 1797 ως τα 1821 πόσα έχομε; — Εικοσιτέσσερα. Ώστε ήσουν εικοσιτεσσάρω χρονώ; — Σωστά.
Οι χωριανοί όλοι είχαν το νου τους στο φαγοπότι και στο ζεύκι τους και θαρρείς δεν τους έμελε για τίποτ' άλλο· σαν να μην ήξεραν τι ετοιμαζότανε στο σπίτι. Ένας μονάχα, παλληκάρι είκοσι χρονώ δεν ήθελε να ησυχάση και όσο έπινε τόσο περισσότερο αγρίευε. Είχε μυριστή τα πράγματα κ' έδειχνε μεγαλόφωνα τη δυσαρέσκεια του και το θυμό του.
Η φήμη αυτού εμεγαλύνθη εν βραχυτάτω χρόνω και το όνομα του Αμπελογιάννου αντηχούν απ' άκρου εις άκρον, διέσπειρεν απελπισίαν και τρόμον παρά τοις οθωμανοίς, οίτινες βλέποντες καταστρεφομένην την κυριαρχίαν αυτών συνεκέντρωσαν μεγάλας δυνάμεις και επετέθησαν φοβούμενοι μη εκ του παραδείγματος εκείνου προκύψη παντελής όλεθρος. Διήρκεσεν ο αγών επί πολύ αιματηρός, φονικώτατος.
Εις τους αγρούς και εις τα όρη, εις τας βοσκάς και εις τα δάση, όπου οι αγρόται και οι ποιμένες παρακαλούντες τους θεούς διά την ευόδωσιν των έργων των, ήρχισαν ήδη να ευρίσκουν ρυθμικωτέρας εκφράσεις προς εκδήλωσιν των ιδίων αισθημάτων, εδόθη η πρώτη ώθησις και εις τα δύο αυτά είδη της ποιήσεως, υπό μορφήν θρησκευτικήν κατ' αρχάς και κατόπιν υποκειμενικήν και συν τω χρόνω αντικειμενικήν.
— Ναφίνης την Πηγή, εξηκολούθησε, και να κυνηγάς τη μια και την άλλη, απού, μα το Θεό πούν' από πάνω μας, όλες δεν αξίζουνε το μικρό τση δαχτυλάκι! Είντα να σου κάμω 'γώ; δεν είμαι τω χρονώ σου να δης πως τσι διαλέγουν τσι κοπελλιές. Αι, Ργινιώ; ... Μα νάχωμε και το νου μας, είπε γελών, να μη σε πιάση ζήλεια. — Φόβον έχω! απήντησεν η Σαϊτονικολίνα γελώσα και αυτή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν