Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Κ' είχα ένα φόβο, μιαν υποψία . . . έλεγα ναφήσω το βοτάνισμα, νάρθω, να τρέξω, στον μπαχτσέ 'πίσω . . . Κ' έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου μαγειρεύει . . . Και δε μούκανε καρδιά, ναφήσω τη δουλειά, το έρμο! Ωχ! δίκηο έχεις, ό,τι και να πης, χριστιανή μου. Αχ! αχ! τι αμαρτίες!
— Και ποιος ξέρει, αν δεν θα τα βρούμε μέσ' στην Εκκλησιά, είπε το Μαλαμμώ με εύκολον θάρρος και προς ιδίαν της παρηγορίαν. Έλα, Χριστέ μου, καμμιά καλή Χριστιανή θα ήρθε χτες-προχτές ν' ανάψη τα κανδήλια, και την εφώτισ' ο Θεός και τα κουβάλησε. — Άμποτε!
— Γιάννη! η γυναίκα σου έχει τους πόνους! Είναι άσκημα. — Έχει τους πόνους! . . . ανέκραξεν εν άκρα απορία ο άνθρωπος. Τι λες, χριστιανή μου; — Έχει κι' άλλο παιδί στην κοιλιά της! εσχυρίσθη με τόλμην η Φραγκογιαννού. — Άλλο παιδί στην κοιλιά της! — Ναι, αυτό που σου λέω. Μόνο τρέχα στο χωριό, να φωνάξης τη μαμμή! . . . να πης και του γιατρού ναρθή! Ο Λυρίγκος εστάθη.
— Μα πού είναι; . . . Στο χωράφι, είπες; Και τι κάνει;. . Ποιος να τρέξη, χριστιανή μου, ως εκεί;. . . Συ είσαι άρρωστη γυναίκα . . . Γιάννη! . . . Πού είσαι, Γιάννη; Τέλος ηκούσθη φωνή, πέραν του ακρινού φράκτου, από την εσχατιάν ερχομένη. — Τι είναι; . . . Ποιος φωνάζει; — Τρέξε, Γιάννη! . . . Τα κορίτσια πνιγήκανε! έκραξε με μέγαν κόπον η άρρωστη γυνή. Μετά έν λεπτόν έφθασε τρέχων ο Γιάννης.
— Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου! — Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις; Αν σε βαστά μην το κάμης! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κ' επήραμε τον δρόμο. Ο Γερο — Μούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από την θύρα του χανιού.
Πέραν, επί του μικρού οροπεδίου, προ της οικίας, η πενθερά του εφώναζεν ακόμη βραχνάς κραυγάς, τας οποίας έπαιρνε μακράν ο άνεμος, χωρίς ο Γιάννης ν' ακούη τι έλεγεν εκείνη. Η Φραγκογιαννού ωμίλει με θάρρος, κ' εφαίνετο ότι ήξευρε τι έλεγε. — Πώς γίνεται αυτό, ποτέ, ανέκραξεν ο Γιάννης. Είσαι καλά, χριστιανή μου; — Αυτό γίνεται, επέμενεν η Φραγκογιαννού.
Κι' αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως τωύρη κ' εκείνο από κανέναν άλλονε. Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του. — Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχης παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου!
— Τι να σ' πω κ' εγώ χριστιανή μ! Εγώ ήμουνα πίσω 'ς τα πράματα. Γεννήσανε καλά φέτος. Δόξα σοι ο Θεός! Τάχω όλα μια χαρά. Μα τώρα πρωί- πρωί, μ' αυτά που ακούω, και μ' αυτά που βλέπω, μώρχεται να κάμω τον σταυρό μου. Λες να σταυρώσουν και τα πεύκα, κακομοίρα; Γιατί είδα σήμερα, που ερχόμουνα, τρεις σταυρωτήδες, με τους μπαλτάδες, που τραβούσαν για Πίσω.
Αν έβλεπε αυτός κ' εγώ δεν είχα μάτια, θα μου έδειχνε τον δρόμον 'ς τον τάφον. Εγώ έχω τα μάτια μου ακόμη... Εκατάλαβες. — Εκατάλαβα ότι είσαι καλή χριστιανή, απεκρίθη ο ιατρός. Και αποτεινόμενος προς τον τυφλόν· — Να δοξάζης τον Θεόν, επρόσθεσεν, ότι σου επρομήθευσε την βοήθειάν της. — Δόξα σοι ο Θεός, εστέναξεν ο γέρων.
Δεν έρχομαι για να σας κάνω κακό.» Η Νοέμι αποτραβήχτηκε ψυχρή και με περιφρόνηση, κοιτάζοντας το πανί που κρατούσε στα χέρια της. «Τι θέλετε;» «Θέλω να μιλήσω με την αφεντιά σας, αλλά ήρεμα, όπως μια χριστιανή σε άλλη», είπε η γριά ταχτοποιώντας τα κοράλλια στον ηλιοκαμένο της λαιμό και έτρεμε, λιπόσαρκη και θλιμμένη σαν σκελετός. «Ντόνα Νοέμι, κοιτάξτε με! Μη χαμηλώνετε τα μάτια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν