Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Η κόρη είνε Χριστιανή, αυθέντα, ανέκραξεν ο Έλλην. — Σκέψου, Χίλων, δεν είσαι ανόητος. — Ειξεύρομεν ότι κατηγόρησαν την Πομπωνίαν, ότι είναι προσήλυτος των χριστιανικών δεισιδαιμονιών, αλλ' ηξεύρομεν προσέτι, ότι το οικογενειακόν δικαστήριον την απέπλυνεν από της κατηγορίας ταύτης, την οποίαν συ επαναλαμβάνεις τώρα, ως φαίνεται.
Είναι καλός άνθρωπος ο ιατρός. Μου το είπαν εμένα. — Πάλιν σου είπαν! Εγώ σου λέγω να 'πας εις το Νοσοκομείον. — Δεν ηξεύρω πού είναι το Νοσοκομείον. Ήθελα να τον ιδώ εδώ. — Πώς να σου το 'πώ να καταλάβης, Χριστιανή μου! Εδώ βλέπει όσους πληρώνουν. — Και ποίος σου είπεν ότι εγώ δεν πληρώνω; Η απόκρισις έθεσε τέρμα εις τα επιχειρήματα και την αντίστασιν της μαγειρίσσης.
— Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε . . . Χτύπημα με το καλάμι, για να ξεράσουν μαθές! . . . Καλά που είναι γλυκό το νερό . . . Πού είναι ο άντρας σου, Χριστιανή μου;. . . Έτσι τ' αφήνουν, μικρά κορίτσια μοναχά τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας; Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Από τον Ανάγυρο έρχομαι, απ' τον εληώνα . . . Καλά που ήτον η πόρτα του μπαχτσέ ανοικτή! . . .
Είπα ότι είναι ο κηπουρός μας. ― Μου επρόσφερες την συνδρομήν σου, εξηκολούθησα, και έρχομαι να την ζητήσω. ― Τι θέλεις ; Σε είδε κανείς; Σε κυνηγούν Τούρκοι; ― Όχι, αλλά κατοικούν τον Πύργον μας Τούρκοι, και είναι σκλάβα εκεί Χριστιανή, της οποίας ο πατήρ ήτο πατρικός μου φίλος. Η κόρη με είδε, με ανεγνώρισε, μ' επεκαλέσθη και πρέπει να την σώσωμεν.
Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε· — Μα πούναι ο πατέρας τους; — Εμένα 'ρωτάς; είπεν η Γιαννού. — Δεν φωνάζεις; . . . Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου . . . Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.
Τα έξοδά μου στο δρόμο θα τα οικονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι' αγριολάχανα, κι' όποια χριστιανή βρω κ' έχη το παιδί της άρρωστο, ή τον άνδρα της, θα της κάμω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπό της, να την υποχρεώσω . . . Μπορείς εσύ; Βαστούν τα κότσια σου; — Τι θα κάμω; μπορώ, δεν μπορώ, απήντησεν η Πορταΐταινα. Καλλίτερα να πάμε συντροφιά, όπως ήρθαμε. Κ' εξεκίνησαν.
Ο Βινίκιος ήκουεν ως να ήτο αλλού ο νους του. Τέλος είπεν: — Ανάγκη να την ίδω. — Ποίαν; Την Λίγειαν: Ηξεύρεις πού είναι; — Όχι. — Τότε θα ξαναρχίσης να την ζητής εις τα παλαιά νεκροταφεία και εις την Τραντισβέρην; — Δεν ηξεύρω, αλλά πρέπει να την ίδω. — Καίτοι χριστιανή, θα φανή ίσως λογικωτέρα από σε και μάλιστα εάν δεν θέλη να σου προξενήση κακόν.
— Ελάλησε τώρα και ο πετεινός, είπεν ο έτερος των ποιμένων, και δεν φοβάται από Σκαλικαντζούρια. Τι γυναίκα αυτή η χριστιανή!
Χαριτωμένε μου δάσκαλε, που ν' αγιάσουν τα πεθαμμένα σου, παρακάλειε και για τα μας τις αμαρτωλές, να γλυτώσουμε από το θανατικό. Πιπ. Ίσια με το μπόγι σου λαμπάδα σου τάζω, χαριτωμένε μου άγιε, μια και να περάση αυτή η φουρτούνα. Συνέσ. Τις λαμπάδες, χριστιανή μου, στους αληθινούς τους άγιους, που είνε μεγάλη τους η σπλαχνιά.
Εγώ γνωρίζω αρκετά τον Άουλον και την Πομπωνίαν, και την Λίγειαν αυτήν, ώστε να ημπορώ να είπω: Είναι συκοφαντία και μωρία! Βινίκιε, ηρώτησεν έπειτα ο Πετρώνιος, μήπως απατάσαι; Η Λίγεια πράγματι εχάραξεν ιχθύν; — Μα όλους τους καταχθόνιους θεούς είναι να τρελλαθώ, ανέκραξεν ο νεανίας με μανίαν· εάν μου εχάρασσε πτηνόν, θα έλεγα ότι ήτο πτηνόν. — Λοιπόν είναι χριστιανή, επανέλαβεν ο Χίλων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν