Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Τι όλο όξω βγήκε οχ το καστρί της Τριάς το ψυχομέτρι.... πώς όχι; Ομπρός τους δε θωρούν του κράνου μου την όψη 70 ν' αστράφτει· ειδέ θα γιόμιζε κουφάρια κάθε αβλάκι μεμιάς αν ήξερε ο τρανός τι μ' άξιζε Αγαμέμνος. Μα να τα τώρα, ας χαίρεται, τα πλοία του βαρούνε.

Το σπιτάκι μου, τ' αρχοντικό μου που σφαλάγγι τώρα το χαίρεται ο Τουρτούρης όπως κι όλο το έχει μας. Έμπαινα κ' η καρδιά μου αναγάλλιαζε. Είχα τόσα χρόνια που τ' ωνειριαζόμουν ένα τέτοιο σπίτι. Για φαντάσου! Από τον καιρό που με πήρε νύφη μου το υποσκέθηκε ο μακαρίτης. — Θα κάμω ένα σπίτι έτσι κι αλλοιώς. Κ' εγώ το περίμενα μέρα σε μέρα· χρόνο με χρόνο. Το σπίτι το παλιό ήταν σαράβαλο.

ΦΕΡΔΙΝ. Αληθινά· όλ' η αντρειά μου, ωσάν εις τα ονείρατα, είναι δεμένη· του πατρός μου ο θάνατος, τούτο μου το δείλιασμα, όλων των φίλων μου ο πνιγμός απ' αυτόν εδώ τον άνθρωπο, που μ' έχει στα χέρι του, οι φοβερισμοί, ήταν όλα αλαφριά για εμένα, ανίσως μέσ' από τη φυλακή μου έβλεπα μία φορά την ημέρα τούτη την κόρη· ελευθερίαν ας χαίρεται καθ' άλλη γωνία της οικουμένης· εμέν' αρκεί παρόμοια φυλακή.

Στο περιβόλι μας εκεί κάτω! Στο περιβόλι μας είναι πίσω συκιές και πλατάνοι. Μα έχει μια πόρτα δεξιά ο μπαξές, μια πόρτα που βγαίνει πλάγι στο δρόμο, στο δρόμο δεξιά μεριά, μια πόρτα μικρή, καταραμένη. Άνοιξα και μπήκα τότες εγώ. Είναι ίσκιος και δροσιά στο περιβόλι μας πίσω. Τι αγαθό που είναι το περιβόλι! Τι καλοσύνη που την έχει η αβγή! Γλυκοχαράζει για να χαίρεται ο κόσμος.

Κατόπ' η ασύγκριτη γυνή 'ς τ' ανώγια της ανέβη, και η κόραις με τα υπέρλαμπρα τα δώρ' ακολουθούσαν, πάλιν εκείνοιτον χορό καιτο τερπνό τραγούδι γύρισαν, κ' εξεφάντοναν, το εσπέρας ως να φθάση. 305 και ακόμη ως εξεφάντοναν το μαύρο εσπέρας ήλθε. ευθύς τρεις έσταιναν φανούςτο μέγαρο να φέγγουν, κ' έβαλαν ξύλ' ηλιόκαυτα, νεόσχιστα, τριγύρω, δαδιά κατόπιν έσμιγαν κ' εμψύχοναν την φλόγα η δούλαις τότε αραδικώς του αδάμαστου Οδυσσέα. 310 και ο διογενής πολύγνωμος εστράφηκε Οδυσσέαςαυταίς τότε και ωμίλησεν «Ω δούλαις του κυρίου, του Οδυσσέα, 'που καιρούς λείπει μακρυάτα ξένα, της σεβαστής βασίλισσας πηγαίνετετο δώμα, και αυτού την ρόκα στρήφετε σιμά της, καθισμέναις 315το μέγαρον, ή γνέθετε, να χαίρεται κ' εκείνη. καιαυτούς όλους 'που 'ναι δω θα 'μαι αρκετός να φέγγω• και ακόμη αν την καλόθρονην Ηώ θα περιμείνουν, δεν θα δειλιάσ', ότι πολύ τον κόπον υπομένω».

Ο ήλιος τόχει βασίλειό του, κι ο μπάτης φωλιά του. Το χαίρουνται αναμεταξύ τους. Δε γίνεται όμως να μην το χαίρεται κι άλλος αυτή την ώρα. Ας περάσουμε από το έρημο το χαγιάτι· ας τη σκουντήξουμε αυτή την πόρτα την καμαροσκέπαστη, την πλουμισμένη, την τορνευτή. Έλα, σκύψε μέσα, και να τις δης! Δε σου τόλεγα; Κοιμούνται όλες τους ύπνο βαθύ.

Ο Ρωμιός φοβάται τον έπαινογια τους άλλους εννοείταιμην ο ίδιος φανή μικρόςΔεν είναι όμορφο πράμα. Ας δροσίση λιγάκι κ' η καλοσύνη την καρδιά μας. Πρέπει να χαίρεται κανείς, άμα βρίσκει πως έχουν προτερήματα κ' οι άλλοι, που μπορεί να μας λείπουν εμάς. Βλέπω πως κι ο κ. Παράσχος όλο τα παλιά χρόνια δοξάζει. Βέβαια! Και τα παλιά χρόνια για πέταμα δεν είναι.

Ο γεωργός έτσι δεν χαίρεται που βλέπει πολύκαρπο το χωράφι του· δεν φαντάζεται τόσο απολαυστικά τα κέρδη του. Τόρα, συλλογίζεται, θα ψαρέψω για καλά. Όχι το δίχτυ μου μα και απόχη θα γεμίσω. Και αρχίζει το θέρισμα. Απάνω εκρεμόταν μαύρο σύγνεφο του καϊκιού η καρίνα.

Αφτών δεν τ' άγγιξε κανείς· και μοναχά από μένα 335 μου πήρε και κρατάει τη νια που λαχταρούσα· τώρα στο στρώμα ας μου τη χαίρεται!

Σε λίμνης άκρα εζύγοσε να πιη, και να δροσίση Το διψασμένο αχείλι του, τη φλόγα του να σβύση. 50 Συχνοβουτάει στο νερό τη μούρη και ρουφάει, Και τρομασμένο, ασίγητο, εδώ και εκεί τηράει. Μον σαν απόπιε, εχόρτασε, και ο φόβος λιγοστένει, Τον τόπο να κατατηράη περσσότερο θαρρεύει. Τόσο νερό θιαμαίνεται να πρωτοϊδή ομπροστά του· 55 Της πρασινάδες χαίρεται οπώχει ολόγυρά του.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν