Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Την νύκτα εφοβούμουν να μείνω μονάχος· έβλεπα στον ύπνο μου εκείνους πού είχα θάψη και το ψωμί που έτρωγα μου φαινότανε πως μυρίζει λιβάνι. Με τον καιρόν όμως εσυνείθισα να μη σκιάζωμαι τους αποθαμμένους και να λυπούμαι ολιγώτερο τους ζωντανούς. — Ώστε, του είπα, είσαι τώρα πλέον ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος! ανέκραξεν ο Ζώμας, του οποίου ήστραψε και πάλιν το βλέμμα.
Το κομμάτι αυτό της εφημερίδας του φαινότανε περίεργο, ακατανόητο, ασύλληπτο σχεδόν. Μα πώς λοιπόν! Το θέατρο και ο κινηματόγραφος πρέπει νάτανε πολύ περίεργα θεάματα. Ύστερα ερχόντανε άλλες είδησες κι' άλλα περιεχόμενα. Τη μπερδεμένη πολιτικολογία και την πολιτική αρθρογραφία κάπως την καταλάβαινε, και την έβρισκεν όμοιη με την τωρινή του κατάσταση.
Ακατάπαυτα, για πολλή ώρα κι αφού πάψανε οι σπασμοί, μου φαινότανε πως έβλεπα το πρόσωπό της παραμορφωμένο και το σώμα της να τρέμη τόσο φοβερά. Και θυμήθηκα τις τελευταίες στιγμές του Σβεν.
Αμαρτία μάλιστα μου φαινότανε, να πονή ακόμα το έθνος από τέτοια φοβερή συφορά και μεις να το νανουρίζουμε με τραγούδια, αντίς να μελετούμε το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνη για να μην ξανακυλήση σε παρόμοια ταπείνωση· αμαρτία να παίζουμε με τη φαντασία, αντίς να δουλεύουμε με το νου. Σα να μην το ψυχολόγησα και πολύ καλά θα μου πης, αυτό.
Ο καταμεσινός μάλιστα ο βράχος, ο μονόπετρος εκείνος ο δράκος, που μέσα στην αντηλιά φαινότανε σα σύννεφο, σαν καπνός, με την εκκλησιά σαν κορώνα στημένη στην περήφανή του κορφή, τέτοιο πράμα δεν το χώρειε η φαντασία του.
Και τέλος κου! κου!. κου!.. πλάκωνε βαρυπατώντας ο κόκκορας — ο κόκκορας ο κουρσάρος κι ο δαμαστής όλης της γειτονιάς. Κ' ήταν σε όλα του αξιόπρεπος· στη στάση του, στο βάδισμα, στο λάλημα και στη ματιά του. Ακόμα στο φαγί του τέτοιος φαινότανε. Δεν έδειχνε πείνα ούτε αχορταγιά. Ταπ! ταπ! ερράμφιζε τ' αραποσίτι κ' έπειτα ψήλωνε το κεφάλι του και βίγλιζε την τάξη στους υποταχτικούς του.
Αφού κάθισα εψές κ' έγραψα το σεριάνι μας στις Κολόννες, έγυρα κι' ακκούμπησα το λευκότριχό μου κεφάλι σ' αυτή την άγια την πέτρα που ξέρεις, ν' αναπαυτώ. Και με πήρε ύπνος κ' είδα παράξενο όνειρο. Είδα πως φάνηκε και στάθηκε στο κατώφλι ο γέρο-Βασίλης, κρατώντας από το χέρι κάποιον άλλον που δε φαινότανε, γιατί στέκουνταν απ' έξω.
Κι αν υπάρχη κάτι, που δεν μπορεί να το αποφασίση κανείς άλλος, παρά μόνος του ο καθένας, είναι δίχως άλλο το ζήτημα αν πρέπη να σκύψη σ' ένα βέβαιο θάνατο, ή ναναλάβη έναν αγώνα, για να κερδίση ίσως τη ζωή. Όπως έβλεπα μπροστά μου εκεί την Έλσα, μου φαινότανε τόσο κοντά, μα και τόσο μακριά ταυτόχρονα.
Όταν περάσανε τα πενήντα χρόνια, για όσο διάστημα είχαν αγοράσει τον τόπο οι γέροι μια φορά, ήρθε ο χωρικός που τον είχε ιδιοχτησία και τον ξαναπήρε. Έδιωξε τους νέους κατόχους αποκεί. Και για αυτό γκρεμιστήκανε τα σπίτια, σηκωθήκανε τα ξύλα και το χωράφι, που φυτευότανε πρωτήτερα πατάτες, γέμισε αγριόχορτα κι αγκάθια και το μέρος φαινότανε και δω σα να το ρήμαξε η φωτιά.
Επειδή δεν τους φαινότανε σίγουρο να μένουνε στη θάλασσα χυνόπωρο καιρό· ώστε και το καΐκι το σύρανε στη στεριά για το φόβο νυχτερινής φουρτούνας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν