Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Φαινότανε σα να κοιμότανε και το πρόσωπό της είχε ξανανιώσει με το θάνατο. Έτσι πήγε να βρη το Σβεν, όπως το έλεγε μόνη της, και γι' αυτό ονομάστηκε το βιβλίο τούτο «βιβλίο του μικρού αδελφού», που ήρθε κ' έγινε ο άγγελος της μητέρας του, αν και δεν έγινε όπως το ελπίσαμε. Γιατί την πήρε μαζί του, σαν έφυγε. Μα το βιβλίο αυτό είναι μαζί κ' η ιστορία ενός αγώνα με το θάνατο.

Περίλυπος εστιν η ψυχή μου μέχρι θανάτουΝικόλαος». Αισθάνθηκα κάτι να μου σφίγγη το στήθος. Πρώτη φορά ήταν που τον πονούσε η καρδιά μου. Ποτέ δεν τον είχα λυπηθή. Μα τώρα, δεν ξέρω, μου φαινότανε πως είχε πληρώσει ακριβά τις αμαρτίες του, και του τα συγχωρούσα όλα, ακόμα και τις ελληνικούρες του, έφτανε μόνον να μην έβλεπα εκείνο τον πικρό λόγο: «Εγώ δε θα σ' ενοχλήσω πια». Όλα του τα συγχωρώ.

Οι Ρωμιοί καβαλούσαν έτσι, για να είνε έτοιμοι να πεζέψουν, άμα φαινότανε Τούρκος. Χωρίς αυτή την έγκαιρη δουλική ταπείνωση, το μικρότερο πούχαν να υποφέρουν ήτο το ξύλο. Σαυτή την ανάγκη βρέθηκε ο Σιφογιάννης, μόλις απομακρύνθηκε λίγο από το χωριό. Και το συναπάντημα, που τούρθε, ήτον από τα πειο επίφοβα που μπορούσαν να του τύχουν. Αντίθετα ερχόταν ένας Τούρκος έφιππος. Από μακριά τον γνώρισε.

Κάτι του φαινότανε πως ξεκολλούσεν από κει, προχωρούσε μέσα στο πέλαγος, έφτανε στο καράβι, και χαλούσε την ησυχία της νύχτας. Ήτανε το τελευταίο συνάντημα με τη μικρή Καίτη του καφεσαντάν. Τα όμορφα λόγια και τα γλυκά φιλήματα είχανε σχηματισθεί τώρα σε κάτι μαλακό και θερμό και μεθούσανε την ύπαρξή του.

Έμαθε από έναν περαστικό ότι ο Μάρκος ήταν από παλάτι κι' ότι προ ολίγου είχε προεδρεύσει σε μεγάλη δίκη. «Αλλά πού είναι η Βασίλισσα; Και η Βραγγίνα η ωραία της υπηρέτρια; — Κι' αυτές στο Τινταγκέλ βρίσκονται, δεν πάει πολύ που της είδα. Η Βασίλισσα Ιζόλδη φαινότανε θλιμμένη, όπως πάντα».

Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του και το πρόσωπό του φαινότανε πιο γέρικο απ' του γέρου του πατέρα του. Στάθηκε μια στιγμή σαν αλαφιασμένος, με τα μάτια του ορθάνοιχτα, μαύρα σαν την πίσσα. Έβαλε το χέρι του στον κόρφο, έβγαλε την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την πέρασε στο λαιμό της πεθαμένης. Το χλωμό της το πρόσωπο άστραψε πάλι σαν τον ήλιο.

Ύστερα γυρίσανε τα παιδιά το ένα στο άλλο και λέγανε με θαυμασμό: «Μωρέ είδες από τι ψήλωμα έπεσε ο καμπουράκης! Πέντε μπόγια ψήλωμα». Ο Γιαννάκης ήτανε ξαπλωμένος χλωμός κι' ακίνητος απάνω στο σανίδι. Μα και ξαπλωμένος φαινότανε περήφανος και θαρρούσες πως χαμογελούσε στα παιδιά που τον τριγύριζαν. Ήτανε περήφανος, που έπεσε από τόσο ψηλά.

Αφίνουμε τα εγκώμια και τις ποιητικές περιγραφές των συγκαιρινών, που ένας τους είπε πως φαινότανε σα να το κρατούσε χρυσή αλυσίδα από τα ουράνια κρεμασμένη, κι άλλος πως έπρεπε να δη άνθρωπος για να πιστέψη πως υπάρχει τέτοιο μεγαλούργημα στον κόσμο.

Έπειτα σήκωσε την ποδιά της στα μάτια, πέρασε την αυλή ανάμεσ' από τα δένδρα και γύρισε στο σπίτι. Δεν είχε περάσει μια βδομάδα που άλλαξαν δαχτυλίδια. Ακόμα δεν τον είχε καλογνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, μα της φαινότανε πως τον γνώριζε χρόνια, τώρα που τον έχανε. «Αυτά έχουνε οι γυναίκες των θαλασσινών της το είχε ειπή η μάννα της. Και με όλα αυτά θαλασσινόν ήθελε η Ουρανίτσα.

Εγώ δηλαδή πιθυμούσα από μέρος μου να παραιτήση η γυναίκα μου τους στοχασμούς του θανάτου και να ξαναπάρη χάρη μου το δρόμο της ζωής, όπου φαινότανε σα να σταμάτησε παράλυτη όταν χάθηκε ο Σβεν. Εκείνη πάλι ήθελε να μπορούσα να δω καλά πως είχε κάμει αγύριστα πια ένα βήμα προς τον άλλον κόσμο από την ημέρα που έφυγε ο άγγελος της, όπως τον έλεγε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν