Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Ναι· τρέξε γλήγορα να δώσης πίσω τα πλάτικα. — Μωρέ μάνα, δε βλέπεις που δε βρίσω δουλειά. Πώς θα ζήσουμε όλον τον καιρό; Τι θα φάμε; — Τίποτα να μη φάμε· τίποτα! Να ψωφήσουμε στην ψάθα! Ο πατέρας σου το είπε ρητά: Κάλλιο ζητιάνος παρά σφουγγαράς! Την άκουσα τη μάνα μου· έδωκα πίσω την προκαταβολή. Όχι τάχα πως ήμουν και τόσον υπάκουος.

Αλλά τόσο ήμουν απελπισμένος, που δεν ήθελα να πιστέψω τα ίδια μου τ' αυτιά. Και όταν πάλι δυνατώτερη και πλέον κοντά εξαναδευτέρωσε, είπα πως ήταν κάποιος από τους συντρόφους μου που αγγελοκρουόταν. Αλλά, δόξα να έχη ο Θεός, δεν ήταν από τους συντρόφους μου· ήταν από μία γολέτα που έπεσε κοντά και μας έσωσε. Λίγο έλειψε, ακούς, να φάμε και δεύτερο τράκο από τη γολέτα.

Έτσι τραβούν και τη μισοζώντανη τη μυίγα τα μερμήγκια σαν πέσουν απάνω της και την κατρακυλούνε μες στη φωλιά τους να κάμουν πανηγύρι απάνω της. Άφινέ τον τόν κόσμο, και τρέχα στα παιχνίδια, σου λέω. Στάσου! Πάω εγώ σε λιγάκι. Σύρε εσύ τώρα ναλλάξης να φάμε, και τότες. Ταβέρνα. Ο Στεφανής κάθεται μονάχος τον παρέξω. Παλικάρια κι άλλοι χωριανοί παραμέσα.

Και πια σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι, γνέφει του γερο-Φοίνικα ο Αίας· και θωρώντας αφτό ο Δυσέας, ξέχειλο γιομίζει το ποτήρι με το κρασί, και χαιρετάει το θεϊκό Αχιλέα «Για σου, Αχιλέα! Αρχοντικό τραπέζι δε μας λείπει 225 και στην καλύβα κάτου εκεί του βασιλιά Αγαμέμνου, τώρα κι' εδώ· τι έχει πολλά να φάμε όπως ποθούμε.

Έλα να σου πούμε για το καράβι. Πάειτη χώρα. — Ποιο καράβι; εξήλθεν αποτόμως από του ναού και φωνάζουσα ανησύχως η γραία. — Τι; Δεν το είδες; — Ποιο καράβι; Μη με γελάτε τέτοια μέρα! — Έτσι να ιδούμε καλό, είπεν έπειτα ο Κουτσογεώγης. Κάτσε να φάμε τώρα. — Ποιο καράβι; Επανελάμβανε πάλιν η γραία. — Νά, πέρασε νωρίς ένα καράβι. Εθάρρει πως είνε αυτό το χωριό.

Αφού ετελειώσαμεν να φάμε, η Γαντζάδα έκραξε τες σκλάβες της, και τας έβαλε να λαλήσουν διάφορα όργανα, και να τα συντροφεύσουν με τραγούδια πολλά νόστιμα· έπειτα απ' αυτά εβάλθηκαν διά να χορέψουν διαφόρους χορούς, και αυτές οι ηδονές και χαρές εφτούρησαν έως το βράδυ.

Τώρα άλλο πια κανείς μας ας μην προσμένει πρόσταγμα και κοντοστέκει πίσω, τι τ' άλλο αφτό του θαν του βγει λαχτάρα στο κεφάλι, 235 στα πλοία πίσω αν κάθεται, μον όλοι ομπρός! σα φάμε, ας τρέξουμε ίσια τους οχτρούς ν' αρχίσουμε πελέκι

Το νερό μας έκοψε, δεν πίνεται... Κάθεσθε, να πάω ως την βρύσι, να φέρω νερό; Έρχεσαι, είπε προς εμέ, μαζί μου; — Όχι, κάθησε συ, είπεν ο Γιαννιός, που είσαι πολύ αποσταμένος, και πάω εγώ με τον Αλέξανδρον. Δεν πάμε καλύτερα και οι τρεις μας; είπα εγώ... Δεν θα φάμε κι' όλα, κάτω στην βρύσι; — Εγώ το ξέχασα πώς τρώνε, είπεν ο Νικολός. Μα πώς θα τ' αφήσωμε αυτά εδώ;

Του λόγου σου που είσαι νεοφερμένος και δεν ξέρεις τον τόπο μας, να τα μάθης να τα θυμάσαι. Πάει ο τόπος μας, χάθηκε! Δεν τον γνώρισες στα καλά τα χρόνια. Η θάλασσα δε μας δίνει πια ψωμί. Κρεμαστήκαμε, βλέπεις, από τα γένεια του Γερο-Τρακοσάρη. Να μας δώση ο Γερο-Τρακοσάρης να φάμε... Αυτού καταντήσαμε...

Και προσατενίζων προς τον Κομποδήμον προσέθηκε: — Τώρα πλεια, κολλήγα, θα ιδούμε και το πεσκέσι σου. Ήταν τυχερό βλέπεις να το φάμε μαζί. — Το βλέπεις και χωρίς να το ιδής, κολλήγα. Γέμισε όλο το σπίτι μυρωδιά. Αχ! Να τρως και να λες νάχα και άλλο, κολλήγα· αξίζει αυτό όχι ένα θήλιασμα, δέκα θηλιάσματα αξίζει. Είπεν ο Κομποδήμος ετοιμαζόμενος.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν