Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
— Θα ζωσθούμε αγριαμπελιά, της είπε, θα μαζόξουμε λουλούδια, θα φάμε χλωρά 'κκιά με το τυρί κοντά 'ς τη βρύση, θα βρούμε γενόμενα κεράσια! — Αχ! πώς μ' αρέσουν! Εκλείδωσαν την οικίαν και εξήλθον. Βωβά εκρότουν τα στερεά πατήματα των τριών γυναικών εις τους στενούς κ' ερήμους δρομίσκους της πολίχνης. Διήλθον τα αλώνια, το έξω της πολίχνης λειβάδιον.
Μου φάνηκε σα να ξέσπασε κάτι μέσα μου. «Εδώ έχεις μπροστά σου το χειρότερο απ' όλα», στοχάστηκα, «εκείνο που δεν το συλλογίστηκες ακόμα. Τα παιδιά, τα παιδιά!» Κι άφησα τη νοσοκόμα μόνη με την άρρωστη και κατέβηκα κάτω με τα παιδιά να φάμε και να μιλήσω μαζί τους για ό,τι έμελλε να γίνη. Πώς μιλούσαμε με τα παιδιά την ημέρα αυτή και τις ακόλουθες!
Μα πάλι εγώ κι' εσένα καλό, όπως πρέπει, μερτικό απ' όλα θα σου δώσω.» 595 Είπε, και πίσω γύρισε μες στ' αψηλό καλύβι, και κάθησε στο σκαλιστό θρονί του πούχε αφίσει, έτσι απ' τον άλλο τοίχο εκεί, και του Πριάμου τούπε «Λέφτερο τώρα, γέρο μου, το λείψανο, όπως είπες, ήσυχο εκεί στο στρώμα του. Κι' άμα χαράξει η μέρα, 600 παρ' το και σύρε στην εφκή. Μον έλα τώρα ας φάμε.
Κι' η Νιόβη τότες πήρε να φάει πια, σαν κουράστηκε χύνε όλο χύνε δάκρια. 613 Έτσι έλα τώρα, γέρο μου, καιρός κι' εμείς να φάμε 618 μια στάλα· κι' έπειτα τον κλαις το γιο σου, σα γυρίσεις στο κάστρο μέσα, και πολλοί μαζί σου θαν τον κλάψουν.» 620 Είπε, κι' απάνου ο γλήγορος σηκώνεται Αχιλέας και σφάζει αρνί λεφκόμαλλο.
Τι κλωνισμό που αισθάνονταν εκείνη τη στιμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν η καρδιά κολυμπάη σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται σταυροχεριασμένη μπροστά στον Πλάστη της! Ο Γιάννης, για να σκορπίση τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψη κι' αυτός τη συγκίνηση του και τα δάκρυα του: — Δε μας φέρ'ς να φάμε, μάννα;
Η Αϊμά ήτο εν τω κήπω. Οι δύο νεαροί Γύφτοι ήσαν εν τη καλύβη και διηυθέτουν τα εργαλεία, Ηκούετο ο συριγμός του Μάχτου, και το άσμα του Βούγκου «Εσύ πεθαίνεις, μάστορη». Η γραία γύφτισσα εκάθητο αντικρύ του συζύγου της, όστις ηκούετο γογγύζων. — Τι να φάμε απόψε; έλεγεν η γραία. — Εμένα ρωτάς; εγόγγυζεν ο γέρος. Γμου!... Γρου!... — Δεν έχομε τίποτα, είπεν αύθις η γυφτισσα.
— Θα φάμε, θα φάμε πρωτογαλιά αύριον τα Χριστούγεννα, ανέμελπε σχεδόν ο παις από την χαράν του και εξαγαγών μικρόν ποιμενικόν αυλόν από την ζώνην του εξήπλωσε τα τσαρουχάκια του προς την ανθρακιάν, και ήρχισε να παίζη, θωπεύων ενίοτε και τα νεογέννητα αιγίδια. — Αυτό θα γείνη κοκκίνης επανελάμβανε· αυτό το άλλο θα γείνη ψαρί. Έμοιασε της μάννας του. Κ' ακόμη έλεγε.
Φοβάται το χιόνι ο παπάς. Από τη χρονιά που ήλθε και τον έκλεισε το χιόνι, έκοψαν τη γιορτή. Ούτε άλλος κανένας άνθρωπος ήρθε. Ούτε η θεια Μυγδαλίτσα. Και δεν έχομε και λίγο λάδι ν' ανάψουμε τα κανδήλια. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι όσο να βράση το φαή. Εσύ, μικρέ, να κάμης ένα καλό τζουρβά. Θα φάμε τα μεσάνυχτα. Χριστούγεννα τα λένε αυτά. Τι λες Κουτσογεώργη;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν