Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Κάθησε να φάμε απόψε, με τους πατέρες, πλαγιάζεις μάλιστα εδώ απόψε, κι αύριο μπονορούλια τους παίρνεις. Έτσι κι έγινε.

Πόσες φορές μου τα είπες, μαννούλα μ' αυτά.... Τα ξέρω... Έλα να φάμε και να ευκηθούμε ακόμα μια φορά να τον καλοδεχτούμε, κι' ό τι θέλ' ο Θεός ας γένη! Της απολογήθηκε ο Γεωργάκης.

Μα τώρα ας κάτσουμε άχαρα λίγο ψωμί να φάμε, κι' άμα χαράξει πρόσταξε, τ' Ατρέα γιε, τους άντρες να κόψουν ξύλα, κι' έπειτα τα χρειαστά να δώσουν 50 όλα όσα πρέπει πίσημος νεκρός μαζί του νάχει σαν πάει μες στ' Άδη τ' άφωτα κι' αραχνιασμένα βάθια, που έτσι απ' ομπρός μας το νεκρό η φλόγα χέρι χέρι να κάψει, κι' ύστερα ο λαός να σύρει στη δουλιά του

Είσαι και τέτοιος, παληόγερε; Δε βλέπεις τα χάλια σου που δεν έχομε ψωμί να φάμε! — Σώσε με, γυναίκα, φώναξε ο Κυρ-Νικολάκης. — Τώρα να σε σώσω! Βγάζει κι' αυτή το πασσούμι της και τον αρχίζει στις κατακεφαλιές. Μια η χήρα, μια η γυναίκα του. Τέτοιο πράμμα δε μεταστάθηκε στον τόπο. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Λες και ήτανε θέατρο. Ένας γέρος να τον δέρνουν δυο γυναίκες.

Και ενώ η γραία εκστατικώς και απορούσα ίστατο εκεί προ του καθρέπτου, μη χορταίνουσα να βλέπη την αχόρταστον εκείνην μορφήν, ηκούσθησαν αι χαρμόσυνοι φωναί των ποιμένων έξω, οίτινες τόσον εύμορφα προ της πυράς εγευμάτιζον, και είτα η φωνή του παιδός, όστις έκραξεν αναζητών: — Καλή χρονιά, θεια Μυγδαλίτσα. Έλα να φάμε, να σου πούμε και για το καράβι.

Ο δε Στεφανάκης πάλιν διά να λησμονηθή η τόση απονιά του προσεπάθει να πείση την κυρά-Μιλάχρω λέγων ότι το είχε σε 'ντροπή του να μη πάρη και αυτός λίγο μέτρημα, αφού όλοι παίρνουν· έπειτα μήπως, κυρά Μητέρα, της έλεγε, μαζύ δεν θα τα φάμε τα φλωριά; Μετ' ολίγας λοιπόν ημέρας, μετά τα Φώτα, αφού ηγιάσθησαν και τα νερά, εγένετο ο γάμος του Χρυσού και του Στεφανάκη.

Θα προφασισθώ, επειδή το Κρινιώ αργεί να έλθηίσως να μην είν' έτοιμο το φαΐπως πείνασα τάχα πολύ, κ' επροτίμησα να φάμε όλοι στο σπίτι, για να βγάλω απ' τον κόπο και το Κρινιώ, να κουβαλά».

Ρίχναμε κι εμείς κάνα λιανοτούφεκο, ίσια να τους φοβίζουμε και μη μας πάρουν τον αέρα. Ίσια με το πρωί της Παρασκευής μας φέρανε 800 φυσίγγια, οχτώ άντρες κι ένα αρνί ψημένο. Δόσαμε να φάμε, δεν πάαινε χαψιά μέσα μας· μας είχε πιάση ένας κόμπος στο λαιμό όλους, και τ' αρνί το ρίξαμε παράμερα και τόφαγε ένα σκυλί πούχαμ' εκεί. Ξημερωθήκαμε. Οι Τούρκοι έκαναν όλη τη νύχτα οχυρώματα ως εκεί απάνω.

Εκεί ώρια καίγοντας σφαχτά του παντοκράτη Δία, σφάζοντας τάβρο του Ρουφιά, του Ποσειδού άλλον τάβρο, όμως της σώστρας Αθηνάς γελάδα κουτελάτη, τότες στον κάμπο κάτσαμε να φάμε λόχοι λόχοι, 730 και κοιμηθήκαμε, όλοι μας με τ' άρματα οπλισμένοι, γύρω στο ρέμα. Τότε εκεί να! από παντού οι οχτροί μας ζώνουν τα κάστρο κι' ήθελαν κομάτια ναν το κάνουν.

Κι αν είνε τι; Ο γιος του Ευμορφόπουλου δεν πρέπει να τους δουλεύη· όχι, δεν πρέπει. — Και τι θα φάμε; τον ρώτησε μια ήμερα πεισμωμένη κ' εκείνη. Ο Αριστόδημος στάθηκε ξαφνισμένος και την κύτταξε κατάματα. Του φάνηκε ανέλπιστο το ρώτημα της. Γρήγορα όμως αναψοκοκκίνισε, βρόντηξε το ποδάρι του στη γη κι απάντησε. — Δεν ξέρω.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν