Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Stevenson . Τόσον ετρόμαξε αναγνωρίζοντας στη δική του περιπέτεια τη φοβερή εκείνη και καλογραμμένη σκηνή, και το ότι έκανε τυχαίως αλλά πραγματικά ό,τι ο κ. Hyde του μύθου είχε κάνει σκόπιμα, ώστε τόβαλε στα πόδια όσο μπορούσε πιο γρήγορα.

Μα η Κερά Ελέγκω δεν ήξερε καμώματα. Ζωή σε λόγου σας!-χαιρέτησε καθώς μπήκε μέσα η Χαρζανοπουλίνα· και βλέποντας τη Λιόλια που δίπλωνε τα ρουχαλάκια της, γιάλισαν τα μάτια της και είπε: Και για που τόβαλε το καλό το κορίτσι; Βλέπω και μαζεύεις τα ρουχαλάκια σου! Την παίρνω σπίτι μαζί μου. . τώρα πια τι δουλειά έχει εδώ! αποκρίθηκε πικαρισμένη, η θεια Ελέγκω, χωρίς να γυρίση να κυττάξη. Αμή βέβαια! καλά κάνεις!

Ξαφνικά σε μια δυνατή γροθιά που του ζάλισε το κεφάλι τόβαλε στα πόδια, και γλύτωσε μέσα από τη θωρακισμένη πόρτα του πρόστεγου. Δυο-τρεις τον πήρανε κατά πίσω κι' όλοι αρχίσανε τις φωνές: — Ώωω! Ώωω! Ώωωω! Του Ρένα τα μάτια από λίγο να δακρύσουν.

Οι κατάδικοι του Τρία λυσσασμένοι, μανιακοί, σωστοί δαιμόνοι κολασμένοι του πήδησαν του Βλαχογιώργου πίσωθε, παίζοντας τα λεπίδια στον αέρα ξεμανίκωτα. Οι φαντάροι με τις λόχες, τους μπήκαν μπροστά, να κόψουνε το φοβερόν το δρόμο τους. Λαχανιασμένος, ξέψυχος, με την πνοή στα χείλη ο Βλαχογιώργος, στα πόδια τόβαλε. Σαστισμένος φέβγοντας αγνάντια έπεσε πάνω στους κατάδικους των άλλω δωματίων.

Όταν πέταξαν τα κουτάβια στο φάραγγα, ο Γκεσούλης φαίνεται δεν είχε πάθει τίποτες από το πέταγμα κάτω στον φοβερό γκρεμό, και κατόρθωσε να ζήση ένα ολάκαιρο μερονύχτι μέσα στο φάραγγα, όταν ένας κυνηγός, ο Λέντζος, κυνηγώντας αγρίμια, πέρασε από το μέρος εκείνο, που βρίσκονταν ριγμένα τα κουτάβια, που μόνον ο Γκεσούλης μας είτανε ζωντανός ακόμα και γουρλιώνταν το καημένο το ζώο από την πείνα κι' από το κρύο, και βλέποντάς το να παραδέρνη έτσι μόνο του μέσα στην ερημιά, το λυπήθηκε και τώμασε από καταγής και τόβαλε μέσα στο κυνηγοσάκκουλό του.

Και δεν είχε να κουραστή πολύ, επειδή το δελφίνι μυρίζοντας άσκημα του χτυπούσε στη μύτη ριγμένο εκεί και σάπιο κ' έχοντας τη βρώμα του για οδηγό στο δρόμο, γλήγορα εσίμωσεν εκεί· κι άμα παραμέρισε τα φύκια, βρίσκει το πουγγί γεμάτο μ' άσπρα. Κι αφού το σήκωσε και τόβαλε στο ταγάρι του, δεν έφυγε προτού να δοξάση τις Νύμφες κι αυτή τη θάλασσα.

Έστησαν πεισματωμένη μάχη μπροστά στα πλοία οι διο στρατοί και σφάζουνται, ζητώντας οι Δαναοί τον Πάτροκλο να σώσουν, κι' οι Δαρδάνοι στ' ανεμοφύσητο καστρί λυσσάνε να τον σύρουν. Κι' απ' όλους πρώτα ο Έχτορας ναν τον τραβήξει ως μέσα 175 τόβαλε πείσμα, τι έταξε απ' το λαιμό να κόψει και σε παλούκια τ' όμορφο κεφάλι ναν του μπήξει. Μα σήκω πια, μην κάθεσαι!

Κι' η φλόγα αφού ξεθύμανε και χώνεψαν τα ξύλα, στρώνει τη θράκα, τα σουγλιά μ' αλάτι πασπαλίζει, τ' απλώνει απάνου απ' τη φωτιά, ακουμπιστά στις φούρκες. Κι' αφού πια τα καλόψησε και κένωσε σε δίσκους, 215 πήρε μες σ' ώρια κάνιστρα ψωμί, και στο τραπέζι τόβαλε απάνου.

Όσο για παραμόνεμα, δική μου αράδα, ξαναείπε βλέποντας τους χωριανούς ανοικονόμητους. Δική μου αράδα, και πάγω κιόλας, πρι να το μυριστούν οι γυναίκες. Τους κέρασε, και τράβηξε όξω. Τόβαλε στο νου του κάποιο να ρίξη κάτω, μα ας είνε όποιος είνε, ίσως και βρουν ησυχία. Ο φταιξάρης να βρεθή; δύσκολο πράμα.

Τον κράτησε ο γιατρός, πριν να προφτάσουν οι Χαρζανοπουλίνες να τον πιάσουνε στην αγκαλιά τους. Τον καημένο το νέο !-είπε δυνατά η Μπιμπίκα και στέναξε μέσ’ απ' τα φυλλοκάρδια της. Τον πήρε ο γιατρός μπράτσο το Νίκο και βγήκαν όξω στο δρόμο. Έβγαλε ο Νίκος και του'δωσ' ένα τάλληρο. Μην πειράζεσαι, είπε ο γιατρός, τα βρίσκουμε- και τόβαλε στην τσέπη του.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν